Απόστολος Θηβαίος | Το άγριο Μάστανγκ

© Willy Ronis self-portrait

Την ώρα που παίζεται η τιμή του βαρελιού Μπρεντ, να ξέρεις πως κάποιος,
εκεί έξω, ερωτεύεται από την αρχή και ονειρεύεται από την αρχή,
Ένα ζεστό πρωινό, με αυγά, ψωμί, σκουριά και ραδιοφωνικά νέα της πόλης από τα χείλη της Άλμπα  στις εννιά και τέταρτο.
Ακριβώς.

 

Εδώ τα καφενεία είναι κατάμεστα.

Λυπάμαι κύριε, θα πρέπει να περιμένετε ώσπου να αδειάσει ένα τραπέζι, το όνομά σας, πείτε μου το όνομά σας.

Όμως τον παίρνει μαζί του ένα ξαφνικό πλήθος, δυο τρεις παρέες που βγαίνουν έξω στην παγωνιά. Η φωνή του γίνεται κομμάτια και τίποτε δεν σώζεται.

Έτσι είναι καλύτερα. Πίσω από τα φώτα δεν φαίνονται αν είναι νεαροί ή αν πρόκειται για τίποτε ναυάγια. Ξερνά εδώ ο καιρός πολλά κατεστραμμένα κορμιά, σκραπ που λένε οι ναυτικοί και οι βασιλιάδες μάγοι. Όσοι κολυμπούν σε παράξενα νερά και παίζουν δηλαδή με την τύχη τους. Τους αναγνωρίζεις από χιλιόμετρα, έχουν στόμα λιονταριού και μπόλικη στρώση χρώματος στην ωραία τους χαίτη. Κυλούν στις λάσπες και παίζουν τις ζωές τους στα λαθρεμπόρια και το πιοτό.

Πρόσεξε, τραβήξου μακριά, συνέχισε παρακάτω. Και όταν βεβαιωθείς πως έχεις να κάνεις με είκοσι μόλις χρόνια, τότε στάσου και ζήτα τσιγάρο. Θα παριστάνεις πως δεν πρέπει και πως είναι απολύτως φυσικό να ερωτεύεται κανείς μες σε αυτά τα πολύβουα μαγαζιά, έστω για πλάκα. Αυτό το τελευταίο για να κάνεις κάπως υποφερτή την ατμόσφαιρα.

Όταν πια τον αναζητά έχει απορροφηθεί από τα πορτραίτα. Και έτσι δεν θα ξαναμιλήσουν ποτέ, ο μαιτρ με το λακωνικό μονοσύλλαβο όνομά του. Και ο άλλος, ο ποιητής ας πούμε, ένα πρόσωπο που κατοικεί αυτά τα μέρη, ένα είδος ενδημικό κύριε. Απαντάται πάνω στο εγγλέζικο ξύλο με λογής λογής προσωπογραφίες.

Στην ηλικία σας, όλα μπορούν να συμβούν. Φλέγεστε από την ανάγκη για χρήμα και ελευθερία, μα την έχετε όλη. Αυτήν την δεύτερη την έχετε ολόκληρη επάνω σας, ένα γραμμένο μυστικό για την ακρίβεια. Σε λίγο η θάλασσα θα κάνει την τελευταία της έξοδο και θα σκεπάσει χνάρια και βήματα. Μα έτσι δεν γινόταν πάντα; Θα πρέπει να τρέξετε, ακούτε, να τρέξετε! Ώστε είστε σπουδαστής, μάλιστα, κατάλαβα. Και έχετε ανάγκη οικονομική, πάει να πει έχετε περιέλθει σε τραγική κατάσταση. Και σας απέμεινε το σφρίγος σας, έτσι δεν είναι; Τι απογοήτευση, όλο κλισέ αυτός ο κόσμος. Δυστυχώς, με μένα τίποτε δεν θα κατορθώσετε. Για μένα, έχει αξία μονάχα αυτή η πράξη, όλη αυτή η συναλλαγή, εσείς την φωτιά, εγώ ότι καίγεται ακόμη, κύριε.

Ο τελευταίος, πίσω από την παρέα των κοριτσιών που βρίζουν λάγνα και διαθέτουν τσακισμένο ηθικό, ήταν ντυμένος με αμερικάνικο στυλ. Θύμιζε πρωτοπαλίκαρο και με ύφος γνήσιου και αυθεντικού μάστανγκ τριγύρναγε πίνοντας μια μπύρα.

Δεν θυμάμαι πολλά, λυπάμαι.

Πρέπει να κοιτάξεις καλύτερα. Όλες τις λεπτομέρειες.

 Στην ζώνη του διαθέτει μια ρεπλίκα. Ναι, και αν το θελήσει διαθέτει πάντα στην μέσα του τσέπη, μια ιδέα έξαρση και μια ολομόναχη σφαίρα. Μία στερνή ευκαιρία για το νεαρό μάστανγκ που κάνει πιο σκληρή την πόλη και γέρνει τον κόσμο προς την μεριά του. Εκεί πίσω έκλεψαν κάποιον. Τον χτύπησαν στο πρόσωπο, φωνάζει πως του έκαναν κακό, πως ασχήμυνε για πάντα. Ζητά έναν καθρέφτη, οι άλλοι γελούμε με κάτι μισάνοιχτα στόματα γεμάτα κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες και μια ακατάσχετη, ερυθρότατη  λαιμαργία. Εκεί πίσω κάποιος κλαίει, μα κανείς δεν νοιάζεται. Διότι τότε η σχοινένια ισορροπία μπορεί να ανατραπεί και όλα να θεωρηθούν μοιραία και κρίσιμα. Δυο κυνηγημένοι ας πούμε, που φτιάχνουν έναν ουρανό. Να κάτι μοιραίο και κρίσιμο μαζί.

 Το αυθεντικό μάστανγκ γυροφέρνει στην φασαρία. Φτιάχνει διαρκώς το καπέλο του, πλατύγυρο με κατάμαυρη κορδέλα, έναν γύρω και λεπτό δέσιμο πίσω. Θα του κόστισε πολλά, όμως τι αξία έχουν μερικά δολάρια εμπρός σε αυτό το παιδί της Άγριας Δύσης, που παράπεσε, που παράπεσε, λέω και μεθώ από την αγκαλιά του χρόνου.

Στα ηχεία χτυπιούνται νότες από ηλεκτρικές κιθάρες, το πλήθος παίρνει εμπρός ξανά. Η ίδια ιστορία, χαμόγελα, ένοχα βλέμματα, μια παρτίδα χαρτιά, ένα στιλέτο, εδώ πιο κάτω εκδίδονται τα κορίτσια μας, ελάτε, για σας θα έχει μια τιμή ειδική. Αλήθεια πόσο πωλείται η αγωνία εκεί έξω;

Έρχονται και τα ακουμπάνε στους προστάτες, μα κάτι τέτοιο δεν μοιάζει λογοτεχνικό και πρέπει κάπου εδώ να μπει ένα τέλος.

 Να είσαι ευγενικός, νεαρέ, όταν σε πλησιάζουν να νιώθεις ευγνωμοσύνη, σύμφωνοι; Νομίζεις πως σε ακούει το άγριο μάστανγκ, πως σε αγαπάει, πως θα κάνει ότι του πεις. Ωστόσο, αρκεί ένας σου λάθος τρόπος, μια σκηνή φεγγαρένια δίχως το αγαπημένο του φόντο, ένα μοναδικό εισιτήριο , λίγη από την καρδιά του νότου και το άγριο μάστανγκ θα φύγει σαν πουλί για το εξωτικό Μαϊάμι, δίχως αντίο και αποχαιρετισμούς σε κρεβάτια φτηνά, δεύτερα. Στάσου, είσαι σπάνιο είδος, φέρτε του ένα ποτό, τι πίνεις νεαρέ;

Όμως δεν τα υπολόγισε σωστά. Την στιγμή που όλα τα κάστρα έπεφταν και το παιχνίδι του θανάτου εξελισσόταν με αμείωτη πλοκή και το πουλάρι όλο και υπάκουε, κάποιοι όρμησαν στο κατάστημα. Kiss – kiss, bang – bang, οι σερβιτόροι και ο λακωνικός Αλ κρύφτηκαν μες στις κουζίνες, εκλιπαρώντας για την ζωή τους. Έξω μια αστεία αφορμή έγινε αιτία για τον χαλασμό που μονάχα με τους τρανταχτούς στίχους ενός τραγουδιού μπορεί να συγκριθεί. Τι κρίμα. Το πεπρωμένο του ήταν λοιπόν για απόψε ένας θρυλικός καυγάς. Εδώ δεν είναι τόπος για σένα ποιητή και εκείνος στέκει κοιτάζοντας το άγριο μάστανγκ που γίνεται βορά. Αν ρωτήσεις έπειτα από καιρό θα σου πει μόνο πως το παιδί εκείνο βούτηξε στο φως. Πως πηδώντας από νησί σε νησί πίστεψε θα έφτανε ως την ολόχρυση πολιτεία. Θα μιλούσε εκείνη την παράξενη γλώσσα των εσπεράντο που είναι ποτισμένη λέξεις μυστικές και χάρτες.

Το άγριο μάστανγκ ξεπλύθηκε μες στην βροχή των μπουκαλιών. Τώρα κείτεται νωχελικό και νικημένο με μια σταθερή ανάσα, μια λεπτή κλωστή τον κρατά στον κόσμο των ζωντανών, δυο μαργαριταρένια αίματα τρέχουν ποιος ξέρει από τι πηγή, πού να βρέθηκε τέτοιο ανθρώπινο υλικό σας ρωτάω.

Πολύ αργότερα, στα σκαλιά της βιβλιοθήκης, με λινό κοστούμι και στρογγυλά γυαλιά ηλίου. Έξω ο καιρός σημαίνει καλοκαίρι και σε λίγες μέρες όλα θα πάρουν φωτιά. Ωστόσο εγώ τον θυμάμαι, έναν τύπο χωρίς ελπίδα, ανάμεσα σε μπετόν κατασκευές και χάλυβα και γυάλινες στατιστικές. Συχνά τον άκουγα να τελειώνει την ιστορία του άγριου μάστανγκ κάπως έτσι.

Τον πλήγωσαν, το μπουχασί έσταξε από τα μάτια του. Μην τον κοιτάζετε που κοιμάται, σημαίνει θάνατος. Και όλοι σκόρπιζαν με ξύλινα βήματα, όπως αρμόζει στους φονιάδες. Περνούσαν πάνω από το κουφάρι της συντροφικότητας και χάνονταν στην πόλη. Άλλος στις μικροκλοπές, άλλος στην αδερφή του για λίγα δανεικά και κάποιος άλλος στο απέναντι μαγαζί ώσπου να γίνει λιώμα, ώσπου ένα βιολετί απόγευμα να καθίσει επάνω στο πρόσωπό του. Ένας τρελός που δεν θα έχανε σε τίποτε όλη εκείνη την φασαρία, απέμεινε τελευταίος. Κάτι σαν ύστατη προσευχή, είπε δυο λόγια. Μα και εκείνα χαμένα. Είπε, τα δειλά των εχθρών σας τα πλήθη καταφρονέσατε. Ήταν ένας ωραίος νέος, κληρικός με κάποια συντρίμμια εντός του. Δεν θα ήτανε πάνω από τριάντα χρονών, σημαίνει το αξίωμά του ήταν χαμηλό, ο δεσμός του νωπός ακόμη. Ήταν επιρρεπής, μα πάνω από όλα προείχε εκείνη την στιγμή μια πράξη ανθρωπιάς. Όλα τα υπόλοιπα χρειάζονται γεμάτο φεγγάρι και άφθονη μπύρα.

 Ήταν καλοκαίρι και το Μπρούκλιν είχε την γέφυρά του, τα κορίτσια του, τον υπέργειο σιδηρόδρομό του, την φήμη του , το δικό του μερίδιο στην ζωή και το θάνατο. Εκεί που έζησε το άγριο μάστανγκ, στο εξωτικό και αφάνταστο Μπρούκλιν, ζουν σήμερα όλες οι πιθανότητες της ιστορίας που οι καλοί μας πατέρες είπαν, λαϊκή. Και ένα κοπάδι άγρια μάστανγκ φτιαγμένα για να επανδρώνουν γραμμές συνοριακές, γραφεία, μπαρ, διαμερίσματα, εξώστες, κοιμητήρια και ξανά από την αρχή.

Απόστολος Θηβαίος