Τσαρλς Μπουκόβσκι –  Μια Αυτοκρατορία των Νομισμάτων | Σε μετάφραση: Ρογήρου Δέξτερ

τα πόδια χάθηκαν μαζί και οι ελπίδες—η λάβα
τού ξεχειλίσματος, και δεν έχω ξυριστεί δεκαέξι
μέρες τώρα αλλά ο ταχυδρόμος ακόμη τριγυρίζει
κάνοντας διανομές κι από τη βρύση συνεχίζει
να βγαίνει νερό κι έχω μια φωτογραφία μου
με λαμπερά και γαλακτώδη μάτια
γεμάτα απαλή μουσική, με χρυσαφί σορτσάκι και γάντια νούμερο 12, από τότε
που έφτασα
στους ημιτελικούς μόνο και μόνο
για να με φάει λάχανο ένας κτηνώδης Γερμανός
τον οποίο θά ‘πρεπε να τον κλειδώσουν
σε κλουβί για την παραφροσύνη του
και να τον αφήνουν να πίνει αίμα.
Τώρα είμαι εγώ ο παράφρων
και παρατηρώ την ταπετσαρία
όπως κάποιος θα ατένιζε έναν πίνακα τού Σεζάν
ή έναν τού νεαρού Πικάσσο (τα έχει χαμένα),
και στέλνω έξω τα κορίτσια να μου φέρουν μπίρες, τα γεροντοκόριτσα που
σπάνια σκέφτονται
να σκουπίσουν τον πισινό τους και λένε, λοιπόν,
δε νομίζω ότι θα χτενίσω τα μαλλιά μου σήμερα : ίσως μου φέρει τύχη! τέλος
πάντων, όπως και
νά ‘χει, πλένουν τα πιάτα και κόβουν ξύλα, και
η σπιτονοικοκυρά μου συνεχώς μού λέει
άσε με να μπω μέσα, δεν μπορώ να μπω,
έχεις κλειδαμπαρωθεί και τί είναι
όλα αυτά τα τραγούδια και οι βλαστήμιες
εκεί μέσα, αλλά το μόνο που θέλει στ’ αλήθεια
είναι ένα κομμάτι κρέας, ενώ προσποιείται
ότι γυρεύει το νοίκι
αλλά δεν πρόκειται να πάρει
ούτε τό ‘να ούτε τ’ άλλο.
εντωμεταξύ τα κρανία των νεκρών
είναι γεμάτα σκαθάρια και παλιά αποτελέσματα
αγώνων ποδοσφαίρου όπως
Σάουθερν Καλιφόρνια 16 — Νοτρ Νταμ 14
μ’ ένα ντροπ-γκολ τού Τζώνυ “Μπέηκ” Μπέηκερ.

Από το παράθυρό μου μπορώ να δω το χιλιάρμενο,
τα πανιά και τα κανόνια, πάντοτε
τα κανόνια χώνουν τα μάτια τους στον ουρανό
γυρεύοντας προβλήματα όπως οι νεαροί
αστυνομικοί τού Λος Άντζελες
που ακόμη δεν έχουν βγάλει γένια
και οι νεαροί ναύτες εκεί έξω λυσσασμένοι
να πηδήξουν, να κάνουν τους σκληρούς,
να καμώνονται ότι έγιναν άντρες
αλλά στην ουσία παραμένουν κολλημένοι
στα βυζιά των μανάδων τους παρά σε μια
αληθινή αντιμετώπιση τής ύπαρξης. Λέω,
να πάρει και να σηκώσει, ότι τα πόδια
χάθηκαν μαζί με τα ξεχειλίσματα.
μες στο μυαλό μου
αρουραίοι κομματιάζουν και ροκανίζουν και
βγάζουν λάδι
για να κάψουν και να πυρπολήσουν πρώιμα όνειρα.
αγάπη — λέει ένα από τα κορίτσια, πρέπει
να το κόψεις επιτέλους και να κουνηθείς,
τα ΛΕΦΤΑ μας τελειώνουν. πώς θέλεις
το τοστ σου;
λίγο ψημένο ή ξεροψημένο ;

μια γυναίκα είναι πάντοτε γυναίκα, λέω,
και βάζω τα κιάλια μου
ανάμεσά στα γόνατά της και μπορώ να δω
πού ακριβώς σωριάστηκαν οι αυτοκρατορίες.

θα ήθελα να είχα ένα πινέλο, λίγο χρώμα,
λίγο χρώμα κι ένα πινέλο, λέω.

γιατί; ρωτάει μία από τις
πόρνες.

ΓΙΑΤΙ ΣΤΟΥΣ ΑΡΟΥΡΑΙΟΥΣ ΔΕΝ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ ΛΑΔΙ! ουρλιάζω.

(δεν την παλεύω με τίποτα. δεν ανήκω εδώ. ακούω ραδιοφωνικά προγράμματα και
τις φωνές των ανθρώπων
και θαυμάζω που μπορούν ακόμη να ενθουσιάζονται
και να ενδιαφέρονται για το τίποτα) και
σβήνω τα φώτα, τα σπάω, και τραβάω κάτω
τα στόρια, τα σκίζω, ενώ ανάβω
το τελευταίο μου πούρο, μετά
ονειρεύομαι ότι πηδάω από το Empire State Building
πέφτοντας μέσα στον χοντροκέφαλο όχλο
με τα αγύριστα κεφάλια και την καυλωμένη στάση•
ήδη ξεχάστηκαν όσοι σκοτώθηκαν στη Νορμανδία,
η σκληρή γενειάδα τού Λίνκολν,
όλοι οι ταύροι που θανατώθηκαν
από τις αστραφτερές κόκκινες μπέρτες,
όλη η αγάπη που πέθανε μέσα σε άντρες και γυναίκες
ενώ οι ηλίθιοι έχουν σηκωθεί ψηλά
μ’ έναν βαρύγδουπο χλευασμό τής σάλπιγγας
κι εγώ έχω πλακωθεί ( με χέρια κόκκινα
και πιωμένος
σε στενά γεμάτα βρωμόνερα)
με τους μπάρμαν αυτής τής σαπισμένης χώρας.

και γελάω, μπορώ ακόμη και γελάω, αλλά και ποιος δε θα μπορούσε όταν
η όλη φάση είναι τόσο γελοία
που μόνο οι παράφρονες, οι γελωτοποιοί,
οι στενόμυαλοι,
οι απατεώνες, οι πόρνες, όσοι
παίζουν στον ιππόδρομο, οι ληστές τραπεζών,
οι ποιητές… έχουν ενδιαφέρον ;

μες στο σκοτάδι αφουγκράζομαι χέρια
να γυρεύουν να φτάσουν τα τελευταία μου χρήματα
σαν ποντίκια που μασουλούν το χαρτί, αυτόματα,
ενώ λαγοκοιμάμαι, ένας ψεύτικος μέθυσος θεός
που έχει αποκοιμηθεί πάνω στο πηδάλιο…
ένα μικρό κέρμα κυλάει στο πάτωμα,
και φέρνω στη μνήμη όλα τα πρόσωπα
και τα ινδάλματα τού ποδοσφαίρου, και τότε
τα πάντα αποκτούν νόημα, κι έναν εκδότη
που μού γράφει, είσαι καλός
αλλά
πολύ συναισθηματικός
ο τρόπος για να μαστιγώσεις τη ζωή
είναι να σχεδιάσεις ήρεμα την αγωνία,
μελέτησέ την και βάλε την να κοιμηθεί
μέσα στο αφηρημένο.

υπάρχει κάτι λιγότερο αφηρημένο
από το να πεθαίνεις κάθε μέρα και
μάλιστα την τελευταία σου μέρα;

η πόρτα κλείνει και η τελευταία
από τις σπουδαίες πόρνες έχει φύγει
και είναι όλες τους σπουδαίες, ενώ
κατά κάποιον τρόπο, δεν έχει σημασία
ούτε μετράει το πώς, με έχουν σκοτώσει
αλλά είναι σπουδαίες, κι εγώ καπνίζω ήσυχα
και σκέφτομαι το Μεξικό, τα αρρωστιάρικα
άλογα και τους νεκρούς ταύρους,
την Αβάνα και την Ισπανία και τη Νορμανδία,
τη φλύαρη τρέλα,
τους Καμικάζι που νίκησαν
άσχετα από το αν έζησαν ή σκοτώθηκαν,
τους νεκρούς φίλους μου, και όσους
δεν είναι πια φίλοι• και τη φωνή τού Μεξικανού
κολλητού μου να λέει, δε θα πεθάνεις
δε θα πεθάνεις σ’ αυτόν τον πόλεμο, είσαι
πολύ έξυπνος, θα προσέξεις τον εαυτό σου.

Συνεχίζω να σκέφτομαι τους ταύρους.
τους ταύρους που σαπίζουν, που πεθαίνουν
κάθε μέρα. οι πόρνες έφυγαν. τα όστρακα
στάθηκαν για ένα λεπτό.

να πάν’ να γαμηθούν όλοι.

 


Charles Bukowski

[An Empire of Coins]

the legs are gone and the hopes—the lava of outpouring,
and I haven’t shaved in sixteen days
but the mailman still makes his rounds and
water still comes out of the faucet and I have a photo of
myself with glazed and milky eyes full of simple music
in golden trunks and 12 oz. gloves when I made the semi-finals
only to be taken out by a German brute who should have been
locked in a cage for the insane and allowed to drink blood.
Now I am insane and stare at the wallpaper as one would stare
at a Cezanne or an early Picasso (he has lost it), and I sent out
the girls for beer, the old girls who barely bother to wipe
their asses and say, well, I guess I won’t comb my hair today :
it might bring me luck! well, anyway, they wash the dishes and
chop the wood, and the landlady keeps saying let me in, I can’t
get in, you ‘ve got the lock on, and what’s all that singing and
cussing in there? but she only wants a piece of ass, she pretends
she wants the rent
but she’s not gonna get either one of
’em.
meanwhile the skulls of the dead are full of beetles and
old football scores like S.C. 16 — N.D. 14 on a John
Baker field goal.

I can see the fleet from my window, the sails and the guns, always
the guns poking their eyes in the sky looking for trouble like
young
L.A. cops who haven’t yet shaved and the young sailors out
there sex-hungry, trying to act tough, trying to act like men
but really closer to their mother’s nipples than to a true evalu-
ation of existence. I say, god damn it, that
the legs are gone and the outpourings too. inside my brain
rats snip and snipe and
pour oil
to burn and fire out early dreams.
darling, says one of the girls, you ‘ve got to snap out of it,
we ‘re running out of MONEY. how do you want your toast?
light or dark?

a woman is a woman, I say, and I put my binoculars between her
kneecaps and I can see where
empires have fallen.

I wish I had a brush, some paint, some paint and a brush, I say.

why? asks one of the
whores

BECAUSE RATS DON’T LIKE OIL!I scream.

( I can’t do it. I don’t belong here. I listen to radio programs
and people’s voices and I marvel that they can get excited
and interested over nothing) and I flick out the lights, I
crash out the lights, and I pull the shades down I
tear the shades down as I light my last cigar
then dream jump from the Empire State Building
into the thickheaded bullbrained mob with the hard-on attitude;
already forgotten the dead of Normandy, Lincoln’s stringy beard,
all the bulls that have died to flashing red capes,
all the love that has died in women and men
while fools have been elevated to the trumpet’s succulent sneer
and I have fought (red-handed and drunk
in slop-pitted alleys)
the bartenders of this rotten land.

and I laugh, I can still laugh, who can’t laugh when the whole thing
is so ridiculus
that only the insane, the clowns, the half-wits,
the cheaters, the whores, the. horseplayers, the bankrobbers, the
poets… are interesting?

in the dark I hear hands reaching for the last of my money
like mice nibbling at paper, automatic, while I slumber,
a false drunken god asleep at the wheel…
a quarter rolls across the floor, and I remember all the faces and
the football heroes, and everything has meaning, and an editor
writes me, you are good
but
you are too emotional
the way to whip life is to quietly frame the agony,
study it and put it to sleep in the abstract.

is there anything less abstract
than dying everyday and
on the last day?

the door closes and the last of the great whores are gone
and they are all great, somehow no matter how they have
killed me, they are great, and I smoke quietly
thinking of Mexico, of the decaying horses and dead bulls,
of Havana and Spain and Normandy, of the jabbering insane,
of the Kamikaze
winning whether they lived or died,
of my dead friends, of no more friends
ever; and the voice of my Mexican buddy saying, you won’t die
you won’t die in this war, you are too smart, you ‘ll take care
of yourself.

I keep thinking of the bulls. the rotting bulls, dying everyday.
the whores are gone. the shells have stopped for a minute.

fuck everybody.