Με μια παμπάλαια χακί Ντακότα
– Τις ει; – Ογδόντα πέντε κιλά του συμπαντικού βάρους.
Όταν, για τον ποιητή, η Ιστορία είναι μεγάλο κουμάσι, όταν τα δευτερόλεπτα μπορούν να γίνονται κορσέδες, όταν το στήθος γίνεται κάτι που εκτείνεται, δεν είναι φρόνιμο να μας εκπλήσσει το ότι τα σύννεφα λέγονται γουρούνες, λέγονται έκφυλα σύγνεφα.
Χρόνια τώρα ξέρουμε πολύ καλά ότι η ποίηση γίνεται όχι με ιδέες αλλά με λέξεις. Και ο Νίκος Καρούζος είναι ο κατ’ εξοχήν ποιητής των λέξεων στη χώρα και τη γλώσσα μας. Ωστόσο, διαβάζοντας την ποίησή του νιώθουμε ιδέες να πυκνώνονται, να συμπιέζονται σε ασύλληπτο βαθμό, να φτάνουν σε επικίνδυνο σημείο πυράκτωσης και τέλος να εκρήγνυνται — και νιώθουμε τα θραύσματά τους να πλήττουν (σχεδόν θανάσιμα;) το σώμα της γραπτής ώς τώρα ποίησης, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει τις όποιες βεβαιότητές της, να αναζητήσει άλλα –μη οικεία, μη γνώριμα– οχήματα και να επιχειρήσει την προσπέλαση αχαρτογράφητων γαιών.
Με λέξεις κάνει ποίηση ο Καρούζος, αλλά οι ιδέες είναι το μόνιμο θέμα του. Οι ιδέες παλεύουν εντός του, συνωθούνται, κονταροχτυπιούνται, όπως έλεγε και ο ίδιος. Οι ιδέες ήταν η αγωνία του -δέσμες ιδεών που πασχίζουν αιώνες τώρα να απαντήσουν στο αίνιγμα της υπάρξεως, να εννοηματώσουν την ύπαρξη, έστω να προσφέρουν παρηγοριά στη χειροπιαστή αλλά και μυστηριώδη οδύνη του υπάρχειν. Μολονότι έχει ειπωθεί ότι ο Καρούζος είναι ποιητής του μη νοήματος, προτιμώ να επιμένω ότι η ποίησή του –αυτό το μεγαλειώδες κυνηγητό και αυτή η συγκλονιστική χρήση των λέξεων– σκοπό είχε την ψηλάφηση έστω (για να μην πούμε τη συστηματική συγκρότηση) μιας οντολογίας, μιας οργανωμένης απάντησης στα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τις σημασίες της ζωής και της έκφρασής τους, σχετικά με το τι είμαστε και τι μπορούμε να γίνουμε στο χρόνο που μας διατίθεται, στα πολύτιμα δευτερόλεπτα που συνιστούν το πέρασμά μας από αυτόν τον κόσμο. Εξ ου και οι σαφείς (βεβαίως πάντα με ποιητικό τρόπο) αναφορές του Καρούζου σε στοχαστές που επιχείρησαν κατά καιρούς να συγκροτήσουν οντολογία, αλλά και σε ανθρώπους της δράσης (Σεν Ζιστ, Ροβεσπιέρος, Λένιν) που δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την εννοημάτωση της ύπαρξης με βίαιες παρεμβάσεις στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Αρχικά δεσπόζει ένας αυτοσχέδιος πυρήνας ορθοδοξίας –χριστιανικής ορθοδοξίας– εμπλουτισμένος, βέβαια, με πολύτιμες και εμβριθείς αναγνώσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Εν συνεχεία, απλώνει μια λυτρωτική και γόνιμη σκιά ο μαρξισμός – ένας μαρξισμός αιρετικός, παλλόμενος, έγχρωμος, πολυσχιδής. Θα εμφανιστούν, κατόπιν, έξοχα αφομοιωμένες τάσεις του Ζεν βουδισμού, το μηδενιστικό χιούμορ του Μπέκετ, ο υπαρξισμός. Κάποτε, η συνύπαρξη όλων αυτών θα γίνεται θορυβώδης, εξοντωτική, αβάσταχτη· άλλοτε πάλι οι απαντήσεις θα μοιάζουν αφερέγγυες, θα παθαίνουν κάτι σαν αφλογιστία οι ιδέες, και ο Καρούζος θα καταφεύγει στη χλεύη, στο σαρκασμό (και ξέρουμε όλοι πώς σαρκάζει ο Καρούζος): Α, να κι η μαμή της αλήθειας /το Σωκρατίδιο! — Βατραχοπέδιλα της επιστήμης — αναπαυσάρια ιδεολογίας — δεν υπήρξα γραφειόσαυρος — Με ό,τι αρθρώνεις το Πράγματι το εξαρθρώνεις – ο θάνατος: το γουδί το γουδοχέρι — Σήμερα λέω πως η αποπραγμάτωση του πραγματικού /μ’ έχει κουράσει — Καταδότης του μέλλοντος εν τούτοις δεν πρόκειται να γίνω /(φράση και τούτη) — Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει· γελοιοποιεί την ύπαρξη· ας ανάψω απ’ τη μάνα μου — σπουδάζω καταστροφή κι αναπνέω ακόμη — εγώ, κύριοι, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 25.05.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.