Το Τραγούδι που ξεγελάει τον Χρόνο
Άρχισα να γράφω κατακλυσμένος από ευγνωμοσύνη για ένα πλήθος από ερεθίσματα και εμπειρίες που τάραξαν την εφηβεία μου. Την τάραξαν, κυριολεκτικά. Άνθρωποι και βιβλία, μια αιφνιδιαστική εισβολή της μουσικής και του κινηματογράφου στη ζωή μου, ο συγκλονισμός από παράφορες και παρατεταμένες συζητήσεις με αυτούς ήσαν τότε, και παραμένουν ακόμη, οι φίλοι μου. Ήθελα, και είχα ανάγκη, να εκφράσω τη μεγάλη μου οφειλή απέναντι σε όλα αυτά που καθόρισαν το είναι μου, και άλλο μέσο πιο πρόσφορο από το γράψιμο δεν είχα. Εκείνα τα πρώτα μου κείμενα παραμένουν ένα είδος πρώιμης διαθήκης, ένα συμβόλαιο τιμής που δεν μπόρεσα να παραβιάσω έκτοτε, μια μύχια δέσμευση στην οποία παραμένω, αθεράπευτα και ίσως αφόρητα, πιστός.
Δεν θεωρώ την εποχή μας αντικαλλιτεχνική. Καμία εποχή δεν είναι αντικαλλιτεχνική. Ο άνθρωπος, το μόνο ον που έχει αίσθηση του χρόνου και γνώση της ιστορίας, άλλο δεν κάνει παρά να εκφράζει όσα νιώθει μέσω της τέχνης, πασχίζοντας λυτρωτικά να επιμηκύνει τα δευτερόλεπτα, να τανύσει κι άλλο τη διάρκεια. Η τέχνη, η ποίηση, είναι ο σουγιάς που μ’ αυτόν κόβει ο καλλιτέχνης το λουρί του χρόνου. Καθετί μπορεί να είναι ερέθισμα που ίσως οδηγήσει στη δημιουργία έργου. Διατηρώ την άποψη ότι ο καλλιτέχνης, ο ποιητής, ο δημιουργός είναι αυτός που μοχθεί να ακυρώσει λυτρωτικά τη δυναστεία του χρόνου – το είπε άριστα ο Andre Breton, «Η ποίηση είναι το τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο».
Οι φίλοι μου κι εγώ έχουμε υιοθετήσει τη ρήση «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση». Κανένα έργο τέχνης δεν έχει στάλα αξίας, εάν δεν είναι αίνος του ανθρώπου, χαρτογραφία των λαβυρίνθων της ψυχής, ακλόνητο πείσμα υπέρ της βραχνάδας του βλέμματος, ψαλμωδία για την απώλεια.
Θεωρώ ότι το έργο δεν είναι παρά το ατέρμονο ξεδίπλωμα μιας και μόνο φράσης, ένα είδος κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα σε κατασκόπους που δρουν στις κατακόμβες της λεγόμενης επίσημης πραγματικότητας, κοσμοναυτών του έσω διαστήματος, όπως έλεγε ο Alexander Trocchi.
Οι πάντες κατατρύχονται από εμμονές. Όσο έχουμε αίσθηση του χρόνου, του παροδικού, του εφήμερου, τόσο είμαστε δεσμώτες εμμονών. Οι εμμονές είναι το σεντούκι με τα τιμαλφή μας. Ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός, επιχειρεί διευθέτηση των εμμονών με τρόπους που να οδηγούν σε λύτρωση τόσο τον ίδιο όσο και τους αποδέκτες όσων δημιουργεί. Δεν απαλλάσσεται από τις εμμονές του ο δημιουργός, τις ενορχηστρώνει, εργάζεται έτσι ώστε το κρώξιμο και το σκούξιμο των εμμονών να γίνει ψαλμός – άγριος ενίοτε, ψαλμός πάντως.
Οι happy few, φράση του Shakespeare, είναι αυτοί που έχουν εντοπίσει το νόημα της ζωής σε μερικές μεστές μελωδίες όπως σ’ αυτήν: «Δεν μας αρέσουν ούτε οι φακές του πλούσιου ούτε το χαβιάρι του φτωχού».
Ον που να μην έχει διαβάσει κανένα λογοτεχνικό βιβλίο, μονάχα σε μια φυλή θα μπορούσε να ενταχθεί, στην ΚΔΩΑ (Κτηνώδης Δύναμη Ωγκώδης Άγνοια, έτσι με Ωμέγα λόγω αγνοίας), την οποία επινόησε ο Παναγιώτης Κουτρουμπούσης για να ειρωνευτεί τους «χαζοδυνατούς».
Οποιοσδήποτε δικαιούται να μένει αποστασιοποιημένος από τα κοινωνικά τεκταινόμενα. Άρα και οι λογοτέχνες. Το αν επιλέγεις να πας να πολεμήσεις στον Ισπανικό Εμφύλιο, όπως ο George Orwell, ή να μένεις στην υγρή σου κάμαρα και να γράψεις το Finnegans Wake, φέρ’ ειπείν, είναι απολύτως προσωπικό ζήτημα. Προσωπικά, θεωρώ συναρπαστικούς τους συγγραφείς και τους δημιουργούς εκείνους που μπόρεσαν να συνυφάνουν ζωή και έργο με ανυποχώρητο πείσμα, με κατακτημένη μαεστρία, και με απολυτότητα.
Κάθε απάντηση προκαλεί νέα ερωτήματα, κάθε βεβαιότητα γεννάει μια νέα αμφιβολία. Η λογοτεχνία δεν είναι μονάχα ίαση, δεν είναι μονάχα βάλσαμο, δεν είναι μονάχα παρηγορία – είναι, όπως έλεγε για την αγάπη ο Charles Bukowski, ένας σκύλος απ’ την κόλαση, είναι κεραυνός σε slow motion, είναι τάραγμα, είναι τράνταγμα.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 22.05.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.