Το τοπίο της καταστροφής
Φαντάζει για πάντα
Μικρό ρίγος
Μεταπολιτευτικό
Θεατρικό έργο
[Σκηνικό έρημου, παρατημένου στενού μες στην καρδιά της πόλης. Δεξιά και αριστερά συγκεντρωμένα πρόχειρα ξύλα, παλιοσίδερα, ανεπιθύμητες αντίκες, πινακίδες, χαρτόκουτα. Στο στενό επικρατεί απόλυτη ησυχία, τόση ώστε όταν κάποιος διαβάτης περάσει με γρήγορο βήμα, αυτά ακριβώς τα χνάρια με τον θόρυβό τους να προκαλούν μια αναπάντεχη αγωνία. Ποιος και γιατί πέρασε από τούτα τα μέρη, για πού τραβά, πώς χάθηκε, κανείς δεν γνωρίζει. Μόνον η αγωνία για αυτά τα περαστικά φαινόμενα απομένει στην ατμόσφαιρα. Στο βάθος φέγγει ένα δειλό φως. Τελικά υπάρχει ζωή σε τούτα τα μέρη. Βλέπετε κρύβεται κάτω από σωρούς σκραπ, όπως συμβαίνει με όλους τους δρόμους ετούτης της πολιτείας. Κάποιος περπατά συλλογισμένος, περνά τα έρημα μαγαζιά και στέκει έξω από την πρόσοψη του φωτισμένου καταστήματος. Μερικά ξύλα που σωριάζονται με κρότο κάπως τον φοβίζουν. Μα περισσότερο επειδή για μια στιγμή μονάχα, αυτός ο περαστικός άνθρωπος πίστεψε ειλικρινά πως πίσω από τα ξύλα και τα σίδερα και όλα αυτά τα παλιοπράγματα υπάρχει ακόμη λίγη ζωή και μερικά ποιήματα.
Το κατάστημα είναι γεμάτο με ετερόκλητα πράγματα. Ένα γραφείο δεσπόζει στο μέσον του. Στους τοίχους κάδρα και αποκόμματα εφημερίδων και σημαιάκια πλαστικά. Η Ελλάς, διά μέσου των παιδιών της και εκείνα καρφωμένα στους τοίχους, σαν Ιουδαίοι, να υπενθυμίζουν την εύκολη σημασία με την οποία συχνά τα πράγματα της ζωής μας ανακτούν μαζί με την ηλικία τους, την λεγόμενη αναμνηστική αξία. Δίπλα στο γραφείο μια ωραία, ξύλινη ντιβανοκασέλα, όμοια με εκείνες που στολίζουν τα χειμερινά δωμάτια των αγροτικών περιοχών. Ένας άνδρας ντυμένος παράταιρα εργάζεται πυρετωδώς πίσω από το γραφείο. Στο εσωτερικό του μαγαζιού ακούγονται ρυθμικά εμβατήρια, κατ΄αποκλειστικότητα με όργανα πνευστά. Ο άνδρας εργάζεται, μισός μες στο σκοτάδι, μισός στο φως. Κάθε λίγο τακτοποιεί το γαλαζοπράσινο σακάκι του και σφίγγει την γαλαζοπράσινη γραβάτα του. Όταν χτυπά το τηλέφωνο, μιλά για λίγο, ανασηκώνεται από την θέση του και έπειτα με σφοδρότερη αφοσίωση επανέρχεται στο γράψιμό του. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι με ώχρα και η υγρασία έχει αφήσει παντού τα σημάδια της. Ένας ανεμιστήρας αγκομαχεί στην άκρη του γραφείου, ταρακουνώντας διακριτικά τα πλαστικά σημαιάκια και τα εξώφυλλα. Στο προσκέφαλό του σε απόλυτη, νεοελληνική σειρά, στέκουν παραταγμένοι όσοι κάποτε διετέλεσαν εκφραστές της λαϊκής βούλησης. Κάθε τόσο ο άνδρας του γραφείου επιστρέφει, τους κοιτά και χαμογελά και έπειτα με αποφασιστικότητα επιστρέφει στον κλεισμένο του κόσμου.
Ο διαβάτης που τίποτε δεν έχει πια να χάσει, βρίσκει ακριβή τούτη την εκφραστική εικόνα. Και έτσι εισέρχεται στο μικρό κατάστημα που με τον φωτισμό του κάνει τις φόρμες να χάνουν τις ξεκάθαρες γραμμές τους.]
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ (Κοιτάζει έκπληκτος πίσω από τα γυαλιά του) Έχουμε κλείσει! Παρακαλώ! Εκτελούνται εργασίες αρχειοθετήσεως, παρακαλώ κύριε!
ΔΙΑΒΑΤΗΣ (στέκει στην είσοδο του μαγαζιού) Είδα το φως, κύριε και πίστεψα πως…
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ (πιο αυστηρά) Πως;
ΔΙΑΒΑΤΗΣ Πως είστε ανοιχτά και πως θα μπορούσατε να δεχτείτε κάποιον επισκέπτη. Η αλήθεια είναι πως έφθασα κάπως αργά, όμως τα στενά εδώ τριγύρω μοιάζουν δαιδαλώδη κειμήλια. Αθηναϊκά, βεβαίως.
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ Δαιδαλώδη κειμήλια! Μα τούτη την έκφραση την βρίσκω πολύ εύστοχη και κάπως ποιητική. Όμως ποιος νοιάζεται! (σκοτεινιάζει και βρίσκει ξανά την παλιά του απότομη φόρμα) Έχουμε κλείσει κύριε, παρακαλώ! Αύριο πρωί, στις εννέα, αν θέλετε θα βρίσκομαι εδώ.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ (απολογητικά) Ξέρετε, το ζήτημα είναι σημαντικό. Και προσωπικό. Και ίσως να συλλογίστηκα πως μια τέτοια ώρα θα μπορούσε να επιτευχθεί ένα είδος διακριτικότητας, αν με καταλαβαίνετε.
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ Πώς, πώς, πώς!
ΔΙΑΒΑΤΗΣ Εγώ, ξέρετε, τριγυρνώ στην πόλη από το πρωί. Σπάζω το κεφάλι μου να μάθω τι μου έχει συμβεί, πώς έφθασε η ζωή μου ως εδώ κύριε. Όλοι οι δρόμοι φαντάζουν όμοιοι, όλα φαντάζουν όστρακα και μια διαρκής εξορία, κύριε. Ένα σκληρό μυθιστόρημα, σαν να λέμε, κύριε. Διαβάζετε;
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ (τώρα δίνει περισσότερη σημασία) Και εσείς λοιπόν εννοήσατε τόσα πολλά πράγματα μες στις σελίδες του, σωστά;
ΔΙΑΒΑΤΗΣ Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τα χίλια, μικρά παράθυρα των μεγάλων μας σπιτιών, τις χιλιάδες βιβλιογραφίες στις σελίδες του καιρού για να καταλάβει. Να μια αναγωγή, κατάλληλη και επαρκέστατη για την περίσταση.
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ Ώστε δουλειά; Χρειάζεστε δουλειά, κύριε; Αυτό είναι όλο και όλο; Μάντεψα σωστά;
ΔΙΑΒΑΤΗΣ Ναι, δηλαδή, αν σας βρίσκω σύμφωνο. Και θα πρέπει να σας πω κύριε, πως διαθέτω όλη την υπομονή και την καρτερικότητα του κόσμου. Θα προκαλέσετε πολλή ελπίδα εκεί έξω, γιατί θα πουν, ο Στέλιος βρήκε δουλειά στο εργοστάσιο με τα πλαστικά. Ποιος ξέρει τι ήρθε και έκανε μετά τον θάνατο του αδερφού του, πάει αυτός, μην νοιάζεσαι, η ζωή του ταχτοποιήθηκε. Όπως οι ζωγραφιές και τα μαρμάρινα μέτρα.
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ Εσείς, λοιπόν είστε ποιητής. Όπως η αυγή που ποτέ δεν προφέρει το όνομά της, όπως οι τέντες του καραβανιού που στοιβάζονται και όλο ταξιδεύουν, όπως τόσα και τόσα πράγματα και ένα παιχνίδι ακόμη. Είστε σίγουρα η καλύτερη κραυγή εκεί έξω!
ΔΙΑΒΑΤΗΣ (χαμηλώνει το βλέμμα του, τι να πει, πώς να φερθεί, αμηχανία) Ήθελα να ήμουν η πρώτη φρίκη, κύριε. Όμως είναι τόσες οι φορές που ο θεός μας παρατά, που η ευτυχία φεύγει και ξανάρχεται και όλα πάλι προχωρούν προς την αρχή.
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ (αρχίζει να εμπιστεύεται τον νεαρό) Θα προσέξατε πως το κατάστημα διαθέτει μια ευρεία γκάμα από σύμβολα εποχής. Με άλλα λόγια διαθέτει αυτούσια και αναλλοίωτη την ιστορία της νεοελληνικής ελεγείας. Και εντός των τειχών του , θα βρείτε σπάνιες πληροφορίες. Θα ΄ναι σαν να αγοράζεις όλες τις αθανασίες του κόσμου. Ίσως νιώσετε καλύτερα, τότε.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ (έντονα, διαρκώς περισσότερο, σε κλίμακα) Συγχωρήστε με, μα ως κάτω στην γωνιά του δρόμου και ως το βάθος αυτού εδώ του δωματίου, όλα μοιάζουν πεθαμένα.
ΑΝΔΡΑΣ του ΜΑΓΑΖΙΟΥ (με μια δόση αυτόκλητης σοφίας) Εξαρτάται υπό ποια γωνία αντικρίζετε τα πράγματα, κύριε. ( ο άνδρας του μαγαζιού γυρνά ζωηρά το πρόσωπό του. Μισό βαμμένο πράσινο, μισό μπλε)
ΔΙΑΒΑΤΗΣ (με απορία) Θα είναι εξουθενωτικό να μοιράζεστε με αυτόν τον τρόπο. Θα υπάρχουν στιγμές που είτε από θέληση, είτε εξαιτίας της απόγνωσης επιθυμείτε να παραιτηθείτε από όλη αυτήν την φάρσα.
(σηκώνεται από την θέση του, κρατά από το χέρι τον διαβάτη και μαζί βαδίζουν προς την έξοδο)
Ο καθένας βρίσκει τότε μια άμυνα, μια γραμμή να τον χωρίζει από τα πράγματα. Να, κοιτάξτε. (μαζί στέκουν στην είσοδο. Ο άνδρας του μαγαζιού κοιτά την πρόσοψη με ανυπομονησία, ώσπου μια νέον επιγραφή με την λέξη revolution ανάβει, πνίγοντας την νύχτα σε εκείνο, ακριβώς το στενό)
ΔΙΑΒΑΤΗΣ (χαμογελά) Όντως υπάρχει κάτι σωτήριο σε αυτό το φως! Τόσα τεχνάσματα τίποτε δεν κατόρθωσαν, τίποτε!
(Μια παρέα καλοντυμένων κυριών που συζητούν περί ανέμων και υδάτων περνά από το στενό. Λες και εκείνη ακριβώς την στιγμή δίνουν ραντεβού στα πρόσωπά τους, τα πιο έξυπνα τρικ της ομορφιάς. Στο μεταξύ η μουσική ακούγεται στην διαπασών.)
ΚΟΡΙΤΣΙ Α Μα τι ρομαντικά που μοιάζουν τα παλαιοπωλεία! Τούτη την ώρα όλα κυμαίνονται ως τον παραλογισμό. Και οι στολές τους, χαρτόνι και φθινοπωρινή δροσιά, κάτι προσθέτουν στα πράγματα ενός κάποιου καιρού. Δεν βρίσκεις;
ΚΟΡΙΤΣΙ Β Δεν έχεις άδικο. Εγώ θαρρώ πως ετούτη ακριβώς η σκηνογραφία συνιστά ένα έξοχο ρετάμπλο. Σαν να λέμε το προσευχητάρι ενός ασκητή, ένας επιτάφιος που φωνάζει, μην σταθείς εδώ ζωή, μην σταθείς.
ΚΟΡΙΤΣΙ Α Μα τι φίνα που μιλάς! Μόνο ένας ψίθυρος σου ταιριάζει.
ΚΟΡΙΤΣΙ Β Στο τέλος του δρόμου σαν να φέγγουν τα τοπία του κυνηγιού. Καλύτερα να βιαστούμε. Θυμάσαι;
ΚΟΡΙΤΣΙ Α Έκτακτο, έκτακτο στα αλήθεια, η πλατωνική γλύκα ενός άλλου κόσμου. Χιλιάδες πρόσωπα προγενέστερα των προφητειών και τα ρέστα.Καλύτερα να βιαστούμε, τι λες;
ΚΟΡΙΤΣΙ Β ‘(απογοητευμένη) Σπασμένοι συναγερμοί. Ας βιαστούμε, λοιπόν!
(τα κορίτσια χάνονται στο βάθος του δρόμου και οι δυο άνδρες, εκείνος του μαγαζιού και ο διαβάτης κοιτάζουν δίχως σταματημό, σαν να ξέφυγαν από τον χρόνο, την νέον επιγραφή που φέρει την καλλιγραφία της λέξης Revolution.)
Ελληνικό τέλος
Με εξαίσιους εθνικολαϊκούς χορούς
Και
Πνευστά
Και
Τον εντατικό θόρυβο
Ενός κουρασμένου
Μυαλού.
Και τις έξαλλες τροχιές μας
Παντού τριγύρω στην
Σκηνή
Να μην λείπουν
Απόστολος Θηβαίος