Ο Μπομπ Ντύλαν για τον Μπομπ Ντύλαν
Όσοι γαλουχήθηκαν με την μουσική και την ποίηση του Ρόμπερτ Ζίμερμαν, γνωστού σε όλο τον κόσμο με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Μπομπ Ντύλαν, και όσοι θαύμασαν το έργο του από παιδιά, έχουν πάντα μια ευκαιρία να ανανεώσουν τον θαυμασμό τους. Και να συγχαρούν τον εαυτό τους για το καλό του γούστο. Μέσα στον ζοφοεγκλεισμό, ακούσαμε δύο νέα άσματα του Ντύλαν και αναμένουμε τον καινούργιο του δίσκο σε μερικές ημέρες. Θυμήθηκα ένα παλαιότερο κείμενό μου για τον δημιουργό που, μαζί με τον Νιλ Γιανγκ, κρατάνε ψηλά, εδώ και έξι (!) δεκαετίες, το λάβαρο του ήθους και της επιμονής. Βουαλά!
Η έκδοση της αυτοβιογραφίας του, του πρώτου τόμου, ήταν ένα από τα μείζονα εκδοτικά γεγονότα της περασμένης δεκαετίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Αυτό το συγγραφικό πόνημα του Ντύλαν κυκλοφορεί και στα ελληνικά, μεταφρασμένο επιδέξια από την Χίλντα Παπαδημητρίου και την Νίκη Προδρομίδου (εκδ. Μεταίχμιο). Πρόκειται για ένα είδος ιστορίας της αμερικανικής folk μουσικής, για μιαν υμνωδία σε όσους τραγουδοποιούς αγάπησε ο Ντύλαν, για ένα ομαδικό πορτρέτο μυστήριων και εκκεντρικών, ευαίσθητων και έμπλεων φαντασίας και ταλέντου ανθρώπων που συνάντησε στο διάβα της ζωής του. Κι ακόμα, για μια γενναιόψυχη έκρηξη φιλίας, εκτίμησης, θαυμασμού. Είναι ευπρόσδεκτη η συγκλονιστική απουσία κάθε ίχνους έπαρσης, κάθε μορίου αλαζονείας, κάθε κόκκου ξιπασιάς.
Σε αντίθεση με πάμπολλα είδωλα του ροκ, ο Ντύλαν παραμένει ένας δημιουργός απίστευτα σεμνός, μετρημένος, ευθύς. Εν τέλει, παραμένει αγνός και άδολος, σαν ήρωας του Τζακ Κέρουακ. Έχει πάντα μια αρμαθιά από καλά λόγια για τους συνεργάτες του, για τους συναδέλφους του, για όσους ένιωθε ότι ήσαν ανέκαθεν προσηλωμένοι στη μουσική και σε τίποτε άλλο. Είτε μιλάει για τους δύο κολοσσούς που τον επηρέασαν, που καθόρισαν κυριολεκτικά όλον του το βίο και το έργο, δηλαδή για τον Γούντι Γκάθρι και τον Ρόμπερτ Τζόνσον, είτε μιλάει για τον Τζορτζ Χάμμοντ, τον εστέτ παραγωγό που ανέδειξε τις σημαντικότερες φωνές της Αμερικής, είτε μιλάει για τον Ντανιέλ Λανουά, που συνέβαλε τα μέγιστα στο κρίσιμο come-back του Ντύλαν με το εξαίσιο «Oh Mercy», είτε μιλάει για τον πρώτο του μεγάλο έρωτα, την ξακουστή Σούζι Ρότολο, είτε μιλάει για τους πρώτους συγκατοίκους του όταν πήγε με οτοστόπ στη Νέα Υόρκη για να βρει τον αληθινό του εαυτό, ο συγγραφέας Ντύλαν είναι ένας έξοχος πορτρετίστας και ένας ανενδοίαστος εγκωμιαστής.
Για τον ίδιο του τον εαυτό, ο κύριος Ρόμπερτ Ζίμερμαν λέει ελάχιστα πράγματα, κάτι που θα προκαλέσει κάμποσα στραβομουτσουνιάσματα στους μανιακούς του κουτσομπολιού. Δεν αναφέρει καν το όνομα της συζύγου του ή των πέντε παιδιών του. Δεν αποκαλύπτει το παραμικρό για τους έρωτες της ζωής του, με εξαίρεση την Ρότολο. Δεν κάνει λόγο για το αλκοόλ ή τις ουσίες που κατά καιρούς του έκαιγαν το μυαλό, και πάλι με μιαν εξαίρεση: αναφέρει ότι όταν ήταν πιτσιρικάς έπινε ουίσκι Wild Turkey και παγωμένη μπίρα Schlitz. Τίποτε άλλο σχετικά με καταχρήσεις, τρέλες, υπερβολές, εκτροχιασμούς. Η μουσική και οι μουσικοί πρωταγωνιστούν με τρόπο συγκινητικό στις 380 σελίδες του βιβλίου, το οποίο διαβάζεται μονορούφι και κόβει την ανάσα, λες και είναι καλογραμμένο αστυνομικό του Ρέιμοντ Τσάντλερ ή του Ντάσιελ Χάμμετ. Και, φυσικά, η πόλη που τον αγκάλιασε και τον ανάστησε, η πόλη που όπως λέει ο ίδιος έμελλε να διαμορφώσει τη μοίρα του, η Νέα Υόρκη. «Ήταν καταχείμωνο όταν έφτασα», γράφει ο Ντύλαν. «Το κρύο ήταν ανελέητο και όλες οι κεντρικές αρτηρίες της πόλης ήταν πνιγμένες στο χιόνι, εγώ όμως είχα ξεκινήσει από τον κρυσταλλιασμένο βορρά, από μια μικρή γωνιά της γης όπου τα σκοτεινά χιονισμένα δάση και οι παγωμένοι δρόμοι δεν με τρόμαζαν. Μπορούσα να υπερβώ τα όρια. Δεν γύρευα χρήματα ούτε αγάπη. Ήμουν σε πλήρη εγρήγορση, ήμουν πεισματάρης και ανυποχώρητος, ανεδαφικός και επιπλέον οραματιστής. Είχα τα μυαλά μου τετρακόσια και δεν χρειαζόμουν την επιβεβαίωση κανενός. Δεν γνώριζα ούτε ψυχή σ’ αυτήν τη μυστηριώδη και παγωμένη μητρόπολη, αλλά αυτό θα άλλαζε – και σύντομα, μάλιστα».
Μας αφηγείται ότι άρχισε να παίζει folk τραγούδια σε άθλια καπηλειά και σε κακόφημα στέκια, συνοδευόμενος από μια κοπέλα που έβγαζε το καπέλο της και το έτεινε στην πελατεία για να μαζέψει λίγα κέρματα. Μας μιλάει για τους τότε «συναδέλφους» του, παρίες και μισότρελους που τραγουδούσαν και έδιναν αυτοσχέδιες παραστάσεις, κατ’ ουσίαν επαιτώντας. Τέτοιος ήταν ο Μπίλι ο Χασάπης, τρόφιμος φυλακών και ψυχιατρείων, ο οποίος έπαιζε ένα τραγούδι όλο κι όλο, ξανά και ξανά, το «High-Heel Sneakers». Τέτοιος, και πολύ δημοφιλής μάλιστα, σύμφωνα με τον Ντύλαν, ήταν ο Moondog, ένας τυφλός ποιητής που ζούσε στους δρόμους, φορούσε ράσο ιερέα και μπότες με κόκκινες μύτες και μικρά κουδουνάκια, και διηγιόταν διεστραμμένες διασκευές ιστοριών από τη Βίβλο. Τέτοια ήταν και η Κλόι Κιλ, με τα πυρρόξανθα μαλλιά, τα μονίμως βαμμένα μαύρα νύχια, τα φουντουκί μάτια, το αινιγματικό χαμόγελο, και την επιμονή της ότι «ο Δράκουλας εξουσιάζει τον κόσμο και είναι γιος του Γουτεμβέργιου, του τύπου που ανακάλυψε την τυπογραφία». Είναι αληθινά συγκινητικός ο τρόπος με τον οποίο φιλοτεχνεί παγκόσμιος θρύλος της μουσικής τα πορτρέτα ανθρώπων που έμειναν ανώνυμοι στο περιθώριο της ζωής!
Ένα άλλο εκπληκτικό θέμα είναι ότι ο άνθρωπος που επινόησε το μέλλον της αμερικανικής, και όχι μόνο, μουσικής ήταν και παραμένει ένας νοσταλγός, ένας κινούμενος αναχρονισμός, ένας τύπος προσηλωμένος στο παρελθόν. Συναρπαστική διαλεκτική: το καινούργιο έρχεται από το παλιό, το χθες γίνεται ένα απαστράπτον και εκκωφαντικό αύριο. Ο δημιουργός που με τη μουσική και τους στίχους του πρόσφερε κώδικες αποκρυπτογράφησης του κόσμου, κλειδιά για ν’ ανοίξουμε τις κλειδαριές κάμποσων ανεξιχνίαστων, έστω δυσνόητων, αινιγμάτων της μοντέρνας εποχής, δηλώνει απερίφραστα ότι μονάχα το παρελθόν τον γοήτευε. Σκάλιζε με τις ώρες διάφορα προκατακλυσμιαία χειρόγραφα με τραγούδια folk και έπαιζε σ’ ένα παμπάλαιο γραμμόφωνο τους θησαυρούς της παραδοσιακής μουσικής. «Ο έξαλλος και πολύπλοκος σύγχρονος κόσμος», γράφει ο Ντύλαν, «δεν μου προξενούσε κανένα ενδιαφέρον. Δεν είχε καμία αξία, καμία βαρύτητα. Δεν με γοήτευε. Αυτά που είχαν ζωντάνια, επικαιρότητα και φρεσκάδα για μένα ήταν πράγματα όπως το ναυάγιο του Τιτανικού, η πλημμύρα του Γκάλβεστον, το ατσάλινο σφυρί του Τζον Χένρι, ο Τζον Χάρντι, ο οποίος πυροβόλησε έναν άνθρωπο στη συνοριακή γραμμή της δυτικής Βιρτζίνια. Όλα αυτά ήταν σύγχρονα, συνέβαιναν πραγματικά εκεί έξω. Αυτά τα νέα μου φαίνονταν εμένα ενδιαφέροντα, αυτά παρακολουθούσα στενά και με πάθος».
Κάμποσες παρεξηγήσεις λύνονται διά στόματος και γραφίδος Ντύλαν. Κυρίως αυτή η στρέβλωση που είναι, θαρρείς, αναπόδραστη όταν μια κοινωνία χρειάζεται κατεπειγόντως σύμβολα, θεότητες, αλλά και αποδιοπομπαίους τράγους. Ο Ντύλαν έχει εξυμνηθεί και έχει καταγγελθεί με σφοδρότητα, σχεδόν πάντα για λάθος λόγους. Αποθεώθηκε ως ο leader του «κινήματος διαμαρτυρίας», ως ο πολιτικοποιημένος προφήτης μιας ολόκληρης αναστατωμένης γενιάς, ως ο λαϊκός στρατευμένος ήρωας. Και καταγγέλθηκε, πάμπολλες φορές, ως προδότης των ιδανικών του, προδότης της μουσικής του, προδότης του ίδιου του εαυτού του. «Ιούδα!» του φώναξε κάποιος σε μια συναυλία, μόνο και μόνο επειδή «πείραξε» το ύφος της folk μπολιάζοντάς το με το ηλεκτρικό ροκ. «Ξιπασμένο ιμπεριαλιστή» τον χαρακτήρισε η εφημερίδα «Πράβδα» της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, ενώ «κόκκινο σκυλί» τον αποκαλούσαν οι δεξιές φυλλάδες των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η στρέβλωση ανέκαθεν ενοχλούσε αφάνταστα τον σχεδόν μονόχνοτο Μπομπ. Και καταφέρεται εναντίον των θιασωτών της με αυστηρότητα που αγγίζει τα όρια του ιερού μένους: «Αναμφίβολα», γράφει, «οι στίχοι μου είχαν το θάρρος να θίξουν θέματα που δεν είχε θίξει κανείς ως τότε. Ωστόσο, αν το μόνο σημαντικό στα τραγούδια μου ήταν οι στίχοι τους, τότε γιατί ο σπουδαίος rock’n’roll κιθαρίστας Duane Eddy ηχογράφησε ένα άλμπουμ με οργανικές εκτελέσεις τους. Οι μουσικοί ήξεραν πάντοτε ότι τα τραγούδια μου δεν ήταν μόνο στίχοι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι μουσικοί. Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν ένα γερό σέρβις στο μυαλό μου και να σταματήσω να ρίχνω τις ευθύνες σε εξωτερικούς παράγοντες. Έπρεπε να με εκπαιδεύσω, να ξεφορτωθώ κάμποσες αποσκευές. Αυτό που μου έλειπε ήταν η απομόνωση κι ο χρόνος. Ό,τι κι αν ήταν η αντικουλτούρα είχα μπουχτίσει απ’ αυτήν. Είχα σιχαθεί πια να παραποιούν τους στίχους μου και να διαστρέφουν το νόημά τους σε πολεμικές κάθε λογής. Είχα βαρεθεί να με έχουν χρίσει μεγάλο αδελφό της εξέγερσης, αρχιερέα της διαμαρτυρίας, δούκα της απείθειας, ηγέτη των παρασίτων, καγκελάριο της αποστασίας, αρχιεπίσκοπο της αναρχίας, μεγάλο αφεντικό. Μα τι διάολο λέμε τώρα; Ήταν φριχτοί τίτλοι, απ’ όποια πλευρά κι αν τους δεις. Όλες αυτές οι λέξεις παρέπεμπαν σε μία και μόνο: απόβλητος».
Ο Ντύλαν επιμένει πολύ σε ό,τι τον διέπλασε. Μιλάει πολύ για τα βιβλία που διάβασε στα νιάτα του. Και είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακή η παιδεία αυτού του αυτοδίδακτου που, όπως και η άλλη συνονόματή του ιδιοφυΐα, ο σκακιστής Ρόμπερτ «Μπομπ» Φίσερ, δεν είχε θητεύσει σε κανένα πανεπιστημιακό ίδρυμα μήτε και είχε ποτέ του κάποιον δάσκαλο, επισήμως τουλάχιστον. Εντρύφησε στον Θουκυδίδη, λέει ότι ο Έλληνας πατέρας της ιστορίας, «γράφει για το πώς στην εποχή του οι λέξεις είχαν χάσει την πραγματική τους έννοια, για το πώς οι πράξεις και οι απόψεις μπορούν ν’ αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή. Είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από την εποχή του ως τη δική μου». Μελέτησε καλά τον «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι, αλλά και το «Περί Πολέμου» του Καρλ φον Κλάουζεβιτς. Διάβασε την «Κόλαση» του Δάντη, Μπωντλέρ, Ρεμπώ, Φλωμπέρ, Μοπασάν, Μπαλζάκ, Τολστόι, Μπάιρον, Σέλεϊ, Λονγκφέλοου, και Πόε. «Διάβαζα πολλές σελίδες δυνατά και μου άρεσε ο ήχος των λέξεων, η γλώσσα», μας λέει. «Ο Μπαλζάκ είναι ξεκαρδιστικός», μας διαβεβαιώνει ανερυθρίαστα και ντόμπρα.
Αξίζει ν’ ακούσουμε πώς μιλάει για τους ανθρώπους που έδωσαν τα πάντα για τη μουσική και το τραγούδι. Πάντα με διάθεση να τους εκθειάσει, να τους προσφέρει μια εγκάρδια νοερή χειραψία ή ένα θερμό χτύπημα ενθάρρυνσης και κατανόησης στην πλάτη. «Δεν ήξερες αν ακούς όπερα ή μουσική των mariachi», λέει για τον μεγάλο μακαρίτη Roy Orbison. «Σε κρατούσε σε διαρκή επιφυλακή. Τα τραγούδια του ήταν όλο υπερβολή και αίμα. Τραγουδούσε σαν επαγγελματίας κακοποιός. Η φωνή του μπορούσε να αναστήσει και νεκρούς».
Για τον βελούδινο Χάρυ Μπελαφόντε λέει ότι ήταν βαθιά ανθρώπινος, αβρός, ευφυής, είχε ιδανικά σε έκανε να νιώθεις ότι είσαι μέρος της ανθρωπότητας. «Κανένας άλλος καλλιτέχνης», γράφει, «δεν ξεπέρασε τόσα όρια όσα ο Χάρυ. Άρεσε στους πάντες, σε βιομηχανικούς εργάτες, διευθυντές ορχήστρας, ακόμα και στα παιδιά – είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα». Και μας πληροφορεί ότι, όσο αλλόκοτο και απίστευτο κι αν φαίνεται, η πρώτη του επαγγελματική ηχογράφηση ήταν με τον Μπελαφόντε. Ο Μπομπ έπαιξε φυσαρμόνικα στο άλμπουμ του Χάρυ «Midnight Special».
Για τον μεγάλο τζαζίστα Θελόνιους Μονκ, ο Ντύλαν λέει ότι βρισκόταν σ’ ένα δικό του σύμπαν γεμάτο ζωή και ενέργεια, ακόμα κι όταν χάζευε στο πιάνο. Ακόμα κι όταν αυτοσχεδίαζε αφηρημένος, ζωντάνευε τις σκιές.
Για τον αείμνηστο Τζόνι Κας γράφει ότι είχε τόσο μεγάλη φωνή που έκανε τον κόσμο να φαίνεται μικρός. «Ο Τζόνι δεν είχε διαπεραστική φωνή, ωστόσο όταν τραγουδούσε, η φωνή του απέπνεε δέκα χιλιάδες χρόνια πολιτισμού, Τραγουδούσε σαν να καθόταν σε απόσταση αναπνοής από τη φωτιά, ή μέσα στο πυκνό χιόνι, ή σ’ ένα στοιχειωμένο δάσος – και στη φωτιά του άκουγες την ηρεμία μιας συνειδητής, ολοφάνερης δύναμης. Ήταν μια φωνή ορμητική και επικίνδυνη».
Για τον άτυπο δάσκαλό του, τον ξακουστό Γούντι Γκάθρι, λέει ότι ήταν η αληθινή φωνή του αμερικανικού πνεύματος. Λέει ότι η ζωή του άλλαξε ολοκληρωτικά από τότε που άκουσε τον Γκάθρι να τραγουδάει. «Εκείνη την πρώτη φορά, ένιωσα σαν να έπεσε δίπλα μου μια βόμβα χιλιάδων μεγατόνων», γράφει. «Η φωνή του ήταν σαν στιλέτο», λέει κοφτά. «Ο Γούντι έκανε την κάθε λέξη να μετράει. Ζωγράφιζε με τις λέξεις», καταλήγει.
Για τον μέγιστο Ρόμπερτ Τζόνσον, τον πατριάρχη αλλά και Ρεμπώ των μπλουζ, ο Ντύλαν γράφει καλύτερα κι απ’ τον καλύτερο μουσικολόγο: «Όταν ο Τζόνσον άρχισε να τραγουδάει, σκέφτηκα ότι ήταν σαν εκείνη τη θεά που πετάχτηκε από το κεφάλι του Δία. Αμέσως κατάλαβα τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ όποιον άλλο είχα ακούσει. Τα τραγούδια δεν ήταν συνηθισμένα blues. Ήταν άψογα κομμάτια. Το κάθε τραγούδι είχε τέσσερις πέντε στροφές και το κάθε κουπλέ έμπλεκε με το προηγούμενο με εντελώς πρωτόγνωρο τρόπο. Τα κουπλέ κυλούσαν απόλυτα φυσιολογικά. Στην αρχή, πήγαιναν γρήγορα, πολύ γρήγορα για να τα πιάσω. Απλώνονταν παντού και κάλυπταν μια τεράστια γκάμα θεμάτων, με σύντομες κοφτές στροφές οι οποίες διηγούνταν μια πλήρη ιστορία. Από την επιφάνεια του περιστρεφόμενου πλαστικού δίσκου ξεπηδούσε κάθε ανθρώπινο πάθος».
Το δίχως άλλο, ο Μπομπ Ντύλαν είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης και μεγάλος άνθρωπος: ξέρει να μην κρύβει την ευγνωμοσύνη του, ξέρει να εκθειάζει όσους το αξίζουν, ξέρει να αποτίει φόρο τιμής σε ό,τι αγάπησε μες στα ερείπια μιας εποχής. Ξέρει το μεγαλείο της σεμνότητας. Ας ακούσουμε πώς συνοψίζει το τι ήταν και τι κατόρθωσε να κάνει, κι ας θαυμάσουμε την τόσο ποιητική μετριοφροσύνη και ακριβολογία του. «Δεν υπήρξα ποτέ κάτι παραπάνω απ’ αυτό: ένας μουσικός της folk που ατένιζε την γκρίζα ομίχλη τυφλωμένος από δάκρυα κι έφτιαχνε τραγούδια τα οποία επέπλεαν σε μια φωτεινή καταχνιά».
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.