Hyperbolicsyllabicsesquedalymistic
Μετά το σιωπηλό, αλλά τόσο εκρηκτικό, πέρασμα του Duchamp, μετά το «Η νύφη που τη γδύνουν οι μνηστήρες της, ακόμα – Το Μεγάλο γυαλί» και μετά το «Δεδομένα: 1ον Ο καταρράκτης, 2ον Το φωταέριο» μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι αλλάζουν άρδην η ιστορία της νοημοσύνης και η ιστορία της ευαισθησίας. Η ιστορία της ζωής. Η ιστορία των χειρονομιών. Τα κριτήρια, όπως τα γνωρίζαμε, κονιορτοποιούνται και άλλα, σχεδόν αδιανόητα ως τώρα, αρχίζουν να συγκροτούνται στη θέση τους.
Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο απόλυτος συγγραφέας. Είναι ο πελώριος ανατόμος. Είναι ο ανιχνευτής των στροβίλων που μαίνονται μες στην ανθρώπινη ψυχονοητική κατάσταση, και στη σωματική υπόσταση. Ο Ντοστογιέφσκι τα αισθάνθηκε και τα διανοήθηκε όλα, και τα ψηλάφισε και τα ζούληξε και τα τεμάχισε και τα ξέσχισε και τα έφερε ματωμένα, όλα, στα πρησμένα χείλη του και τα γεύτηκε. Και είχε την ύψιστη γενναιοδωρία να μας τα πει, όλα, τα πάντα, με λέξεις. Να μας τα δωρίσει.
Ο Burroughs, ο μεταλλικός προφήτης των δεινών του 21ου αιώνα. Ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο. Και ο Kerouac, ο Αμερικανός Παπαδιαμάντης, ο φτωχούλης του Θεού, Memory Babe και μαζί Μουσηγέτης. Και ο Ginsberg, ο μέγιστος ανανεωτής της Ποίησης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Και ο Gregory Corso, ο άγιος τσόγλανος. Εξακολουθούν να με ενδιαφέρουν οι beat, όλοι τους, γιατί ήταν το τελευταίο ρεύμα αναζήτησης νέων νοημάτων και επινόησης νέων συμπεριφορών. Αμερικανοί, αλλά διεθνείς. Έφυγαν – ενώ όλοι πήγαιναν στην Αμερική, αυτοί έφευγαν, την κοπανούσαν από το baby boom και την ευμάρεια, γιατί μέσα στην απέραντη πλησμονή του ροζ και του γαλάζιου διέκριναν το επερχόμενο άχθος και άγχος, την αποφορά της αποξένωσης, το στέγνωμα του συναισθήματος. Οι beat ήσαν οι τελευταίοι πολύπτυχοι πειραματιστές σάρκας και πνεύματος. Οι τελευταίοι ρομαντικοί.
Ο Hemingway το έχει πει μια για πάντα: το τάχατες κακοφτιαγμένο, το φαινομενικά αδέξιο και άσχημο του σήμερα, είναι το κλασικό τού αύριο. Όχι πως ό,τι είναι απαίσιο και σοκάρει μένει στην ιστορία. Όχι. Αλλά να, οι καλλιτέχνες που το παλεύουν, που ζορίζονται να πούνε το δικό τους, κουβαλώντας ήδη στις πλάτες τους αγκωνάρια και φορτία και πακέτα παρελθόντος, αυτοί ξενίζουν αρχικά, αλλά σμιλεύουνε κριτήρια, δες τον Pollock, δες τον Miller, δες τον Εγγονόπουλο, αλλάζουν το γούστο, βαράνε μια γερή στο τραπέζι, σηκώνονται όλα στον αέρα για λίγο, επικρατεί αναστάτωση, και μετά όλα είναι τα ίδια, πάνω στο τραπέζι, αλλά και αλλιώτικα, έχει διαφοροποιηθεί η διευθέτηση, έχει αλλάξει η τάξη. Ο Thomas Pynchon, φέρ’ ειπείν, είναι ήδη κλασικός, όπως ήταν πια στη δεκαετία του 1960 κλασικός ο Miller. Και παραμένει. Έτσι θα παραμείνει και ο Pynchon. Μάλιστα, ο Pynchon: ο συγγραφέας του 21ου, ίσως και του 22ου αιώνα.
Μαζικά, οι άνθρωποι έστρεψαν τα νώτα σε ό,τι πιο πολύτιμο γεννιέται στην Αττική, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στη Θράκη, παντού. Καλπάζουσα υλοφροσύνη έπαθαν, κι ας μυξοκλαίνε τώρα. Αυτοί που έχουν υποστεί τα σκληρά στραπάτσα δεν φωνασκούν, δεν γκαρίζουν. Το βλέμμα τους έχει γίνει βραχνό. Η ψυχή τους είναι τίγκα στη ρυτίδα. Η φωνή τους, ψέλλισμα. Μένουν οχυρωμένοι στην αξιοπρέπεια. Τραγουδάνε τα αγέρωχα blues της φτώχειας, ναι. Αλλά δεν κάνουνε παραχωρήσεις στην ξεφτίλα. Είναι περήφανοι.
Οι πολλοί παράτησαν την περιπέτεια της Ποίησης, παράτησαν την ποίηση της Περιπέτειας. Και τον γάμο άφησαν και δεν πήγαν για πουρνάρια. Τίποτα. Μαζικά στην αποχαύνωση, μαζικά στο τίποτα. Έφτυσαν στο πιάτο του Έρωτα, κόπρισαν στα δύο πιο θαυμαστά αντικείμενα από τότε που υπάρχει Άνθρωπος και Κοινωνία: στο κρεβάτι και στο τραπέζι. Που σημαίνει: δεν ξέρουν να κάνουν έρωτα, δεν ξέρουν να αναπαυτούν, δεν ξέρουν να φάνε και να πιούνε, δεν ξέρουν να κουβεντιάσουν. Και ο άνθρωπος είναι έρωτας, ύπνος, όνειρα, συμπόσιο, συζήτηση. Κρεβάτι και τραπέζι.
Στο βάθος του ορίζοντα, εις τον πάτο της εικόνας, στο φλιτζανάκι του καφέ, και στις οθόνες που έχουμε στήσει στα παρατηρητήρια του ουρανού ένα πράγμα βλέπω: στρίμωγμα και απάθεια για τους συντριπτικά πολλούς, στρίμωγμα και βαρύτιμη αξιοπρέπεια για τους συντριπτικά λίγους κι εκλεκτούς.
Κι εμείς, στο μεταξύ, να γινόμαστε οι αχθοφόροι των αισθημάτων, οι ρακοσυλλέκτες των αναμνήσεων. Άλλο δεν κάνουμε τώρα, εφοδιάζουμε της Αποθήκες του Ουρανού.
Να αγαπήσουμε το χειμώνα. Ονειρεύομαι τον καστανά και τη φουφού, όχι τον ενοικιαστή θαλασσίων ποδηλάτων. Καλύτερα το βάδισμα στη νύχτα της μεγαλούπολης, λέω, παρά το άκκισμα στην στρωμένη καρπουζόφλουδες παραλία. Και από τις ρακέτες, ας μου επιτραπεί να προτιμώ το σκάκι. Είμαστε πιο δημιουργικοί το χειμώνα. Πιο συγκρατημένοι. Πιο συγκροτημένοι. Πιο εσωτερικοί. Πιο μύχιοι. Πιο μειλίχιοι. Θέλουμε θάλπος. Δεν με γοητεύει η αποδιοργάνωση των πάντων, το παντού «κλειστόν λόγω θέρους». Το φθινόπωρο και ο χειμώνας έχουν την κομψότητα του George Sanders, της Alinda Valli. Το καλοκαίρι τείνει να γίνει χυδαίο, ένα ξεΐγκλωτο ξεσάλωμα.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 16.05.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.