Η Τέχνη είναι Στοίχημα / Dial L for Love
Ήταν λίγο πριν από την εφηβεία. Είναι παράδοξο: τα ερεθίσματα δεν ήταν τόσο κάποια βιβλία όσο κάποια τραγούδια. Του Σαββόπουλου. Και μετά, του Bob Dylan. Τα τραγούδια με έκαναν ελεύθερο, ένιωθα ότι ταξιδεύω σε άλλους χώρους, σε άλλους χρόνους. Βιβλία είχαμε πολλά στο σπίτι. Ο πατέρας διάβαζε πολύ. Κι όμως, τα τραγούδια, ακουσμένα από το ραδιόφωνο, από το πικάπ, και από το μαγνητόφωνο με τις μπομπίνες, με ώθησαν στο γράψιμο. Έφτιαχνα ποιήματα και σκάρωνα σύντομα αναγνώσματα, σαν ταινίες ασπρόμαυρες μικρού μήκους, αντλώντας έμπνευση από τις μουσικές. Λες και λαχταρούσα με λέξεις να αποτυπώσω το φευγαλέο του τραγουδιού.
Δεν αντιστάθηκα ποτέ, ούτε στιγμή, στην επιθυμία να περάσω τη ζωή μου ανάμεσα στις λέξεις, μέσα στων λέξεων το λημέρι. Να ζήσω σύμφωνα με τις λέξεις που επιλέγω. Και να γράψω σύμφωνα με τη ζωή που θέλησα να ακολουθήσω, ήδη από την πρώτη μου νιότη. Ήταν απόφαση αμετάκλητη. Ήδη από τα δεκαέξι μου.
Στην τέχνη τίποτα δεν είναι απαραίτητο. Όλα είναι ελεύθερη επιλογή, στοίχημα. Άλλοτε ζαριά, κι άλλοτε σκάκι. Όταν κομπάζει ένα έργο ότι είναι πολιτικό, τότε μάλλον κομπιάζει. Κάθε σημαντικό έργο τέχνης μιλάει βαθιά για τον χώρο και το χρόνο όπου πλάστηκε. Ασκεί αδυσώπητη κριτική, ακόμα κι αν προσποιείται το αντίθετο, σε ό,τι δεν τιμάει τον άνθρωπο και την αξιοπρέπεια. Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες είναι βαθύτατοι και σπουδαίοι αναρχικοί, όποια κι αν είναι τα πολιτικά τους πιστεύω. Διότι είναι βαθύτατα ριζωμένοι στην κοινωνία, στην κοινωνική τάξη, που τους γέννησε, και συνάμα πάνε πολύ πέρα από αυτήν. Σκαλίζουνε το χθαμαλό, γίνονται οι τοπογράφοι του χυδαίου, αλλά την ίδια ώρα προσφέρουν ουρανό, γίνονται οι τοπιογράφοι μιας Νέας Εδέμ. Δια των δακρύων τους, γελάνε. Τι άλλο ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; Τι άλλο ήταν ο Mark Rothko;
Το μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και το rock ’n’ roll, το έχουμε θάψει τουλάχιστον έξι, εφτά φορές. Και δε λέει να πεθάνει. Ήδη από την εποχή του Finnegans Wake του Joyce, ακόμα και νωρίτερα, με τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό, μιλούσαμε για τον «θάνατο του μυθιστορήματος». Κάθε τόσο ξεπετιέται μια δυναμική γενιά που θέλει να γκρεμίσει. Και μετά, να χτίσει στα ερείπια. Το νόστιμο είναι ότι μετά τις σφοδρές συγκρούσεις, μετά τις επιδρομές που δέχεται, τα πλήγματα που υφίσταται, το μυθιστόρημα ανανεώνεται, επανέρχεται δριμύτερο. Και μάλιστα, όπως διαπιστώνουμε, έχει καταφέρει να λεηλατήσει ό,τι καλύτερο έχουν αυτοί που του επιτέθηκαν. Ο Norman Mailer, ας πούμε, οικειοποιήθηκε πολλά από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι φονιάδες του μυθιστορήματος. Ο Thomas Pynchon, επίσης, συνθέτει έξοχα μυθιστορήματα με υλικά αντλημένα από λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εναντιώνονταν στο μυθιστόρημα, που χτυπούσαν πένθιμα την καμπάνα για τον θάνατό του.
Όλη η αγωνία, η δημιουργική μανία, το κέφι, του καλλιτέχνη είναι να τραγουδήσει κι αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, το τραγούδι που ξεγελάει το χρόνο. Να πεις ό,τι είπανε τόσοι και τόσοι πριν από σένα, αλλά να το πεις αλλιώς, έστω ελάχιστα να κινήσεις το πράγμα, έστω κατά ένα εκατομμυριοστό της ίντσας, όπως έλεγε ο Gary Schneider, να προχωρήσεις, έστω και μια λέξη να καταφέρεις να σώσεις, έστω δυο χειρονομίες να μπορέσεις να τιμήσεις, έχεις σωθεί, είσαι καλλιτέχνης, λυτρώνεις και λυτρώνεσαι. Επίδραση σημαίνει αυτό, το ότι μπόρεσες να δεξιωθείς τα όσα δώρισαν στον κόσμο οι καλλιτέχνες που διάλεξες ν’ αγαπήσεις, και το ότι καταφέρνεις, με τον τρόπο σου, να είσαι διάκονος της δημιουργικότητας.
Ό,τι με επηρέασε είναι η αυτοσχέδια ακαδημία που στήναμε και ξεστήναμε, σαν μια παράγκα του γαλαξία, μια παρέα πιτσιρικάδες, μαζί με τρεις, τέσσερις λίγο μεγαλύτερους, και ανακαλύπταμε τους τόπους και τους τρόπους της έκφρασης. Σ’ εκείνη την αλλόκοτη, μεγάλη δότρια εμπνεύσεων, ακαδημία έλαμπαν ο Καβάφης και ο Καρούζος, ο Beckett κι ο Henry Miller, ο Καζαντζάκης (που είναι κρίμα να τον ξεχνάμε), τα τρία Εξαίσια Έψιλον, ήτοι Ελύτης Εμπειρίκος Εγγονόπουλος (με έμφαση στο: Εγγονόπουλος), και, για κάποιο λόγο που θα πρέπει να στρωθώ να γράψω ένα μυθιστόρημα ολόκληρο αν είναι να τον εξιχνιάσω, ποτέ δεν έλειπε από τις άγουρες, μα παθιασμένες, συζητήσεις μας ο Albert Camus, που επίσης τον ξεχνάμε – τώρα μάλιστα που μοιάζει εκθαμβωτικά επίκαιρος και πολύτιμος.
Παράλληλα, και ανεξίτηλα, επιδρούσαν τα τραγούδια και οι ταινίες που ήξεραν να παίρνουν τα μυαλά μας. Την εποχή της διάπλασής μου το γλεντούσαν ακόμη οι μεγάλοι ποιητές του σινεμά – ο Bergmann, ο Tarkovsky, και, πιο κοντά σ’ εμάς, στη νοοτροπία μας, ο αλησμόνητος και μέγας John Cassavetes. Και, για καλή μας τύχη, μεσουρανούσε ο Μάνος Χατζιδάκις και μας γαλουχούσε με το τόσο πρωτοποριακό Τρίτο Πρόγραμμα, ο Σαββόπουλος δεν είχε αρχίσει να μαραίνεται και να μαραζώνει, ενώ συνάμα μας σφυροκοπούσαν λυτρωτικά οι Doors και ο Dylan, πάνω απ’ όλους ο Dylan.
Κι ύστερα, υπήρχαν κι οι ζωγράφοι. Και υπάρχουν. Μεγάλο σχολείο, μεγάλη επίδραση. Ο Μπουζιάνης, ο Μόραλης, ο Κουνέλλης. Ο Pollock, ο Bacon, ο Rothko – πάντα ο Rothko, συνέχεια ο Rothko.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 15.05.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.