Bis vivit
Το έλεος των στίχων
Του
Νίκου Γκάτσου
Το περίπτερο του κήπου ήταν φτιαγμένο σε στυλ προβενσάλ. Είχε μια ξύλινη σκεπή από ώριμη ξυλεία και το έπνιγαν χιλιάδες άνθη, από εκείνα που σώζονται μες στις σελίδες της βοτανολογίας με ένα όνομα εγγύτερο στην λησμονιά. Οι παρευρισκόμενοι, όλοι διάφανοι, με απλανή βλέμματα ξεδιψούσαν με το απόγευμα. Κάθε τόσο έλεγαν μερικούς στίχους και έπειτα σιωπούσαν, επειδή η απουσία τους για πάντα θα σημαίνει μια βουβή κραυγή και ίσως ένα παράπονο γεμάτο αθωότητα και δικαιοσύνη. Με το σούρουπο χάθηκαν, δίχως τίποτε να πουν για τον τόπο που κατοικούν και για άλλα, πράγματα θαυμαστά, όπως την ηλικία της βροχής και άλλες μεγαλειότητες. Κατάκοπες οι ψυχές επέστρεφαν, ποιος γνωρίζει πού και γιατί. Λυπημένες φτεροκοπούσαν, με τα κυριακάτικα κοστούμια τους και ολοφάνερα συνιστούσαν υπενθύμιση εκείνης της αρχαίας φτωχής των ερειπίων.
Όσοι απέμεναν μες στον ίσκιο του εξοχικού οικήματος, φάνταζαν μια τραγική αγκαλιά από άνθη. Καραδοκούσαν την άνοιξη και ύπνος δεν τους έβρισκε. Φορούσαν πρόσωπα καρτερικά και μια αθωότητα τους βασάνιζε τα μάτια. Δεν είχαν πια ονόματα, όμως εγώ, ψάχνοντας μες στα τραγούδια, βρήκα κάτι σκόρπιες πληροφορίες, κάτι χαμένες λέξεις για λόγου τους. Γιάννης, Πέτρος, Μάνος, Νίκος, μια ατέλειωτη ταξιαρχία από την ομορφιά εκείνων που τίποτε και ποτέ δεν υποπτεύθηκαν για τις θαυμάσιες καρδιές τους.
Και άξαφνα, ένας άνεμος γεννημένος μες στον νου και μες στο φλισκούνι τάραξε την μακάρια ησυχία. Από τα φαράγγια ξεχύθηκαν τα μαύρα πουλιά που έχουν για μετερίζι τους την πίκρα. Και από τα μάρμαρα πρόβαλε το γόητρο εκείνων των πραγμάτων που νομίσαμε χαμένα από καιρό. Στίχοι, φιλιά, ρυθμοί , φιλήματα, όλα πήραν να συστήνονται από την αρχή στον κόσμο. Πράγματα ευλογημένα που έχουν την αίσθηση και το κοίταγμα μοναδική τους ευλογία. Φάνηκαν από όλες τους αραμπάδες οι ωραίες νύχτες της Γεσθημανής και οι μικροί επιτάφιοι της ζωής τους πήραν να περιφέρονται. Κάπου κάπου διασταυρώνονταν με το ειρηνικό κοπάδι των ψυχών και σιωπηρά συνέχιζαν τον δρόμο τους, αποδίδοντας στους κήπους μια αίσθηση τυφλότητας, κάπως μεταξένια.
Μόνον με τα ποιήματα μπορεί κανείς να αναμετρηθεί με τόση ομορφιά, είπε ο Νίκος και με τον σουγιά του πήρε λίγο μελάνι από την φλέβα ενός μικρού αγοριού. Το είχαν πληγώσει τα πολυβόλα και είχε φύγει κάποιον Αύγουστο του ’42. Μα η ιδιοφυία της ομορφιάς των είκοσι χρόνων του, η επινόηση της ζωής του, οι απαλές, ξανθές αστραπές που έπεφταν στο μέτωπό του το έκαναν λίγο μονάχα να σκεφτεί τον θάνατό του. Κάτω από τον ίσκιο του περιπτέρου διακονούσε την ομορφιά και ο Νίκος που πάντα ανατρέφει ένα ποίημα μες στον κόρφο του, χάραξε στο χαρτί τα παρακάτω λόγια. Βλέπετε, γύρευε πάντα το προορισμένο της καρδιάς και τα αμυγδαλωτά του μάτια έσκιζαν οι οραματικές δελφινιέρες της Θήρας, της Αστυπάλαιας, της Αμοργού. Με αυτά τα κλειδιά ξεκλείδωσε τις ώρες και έκανε τις ζωές μας κάπως πιο υποφερτές. Έπειτα, ήρθε και έπεσε τριγύρω η γλύκα του κόσμου της ανατολής και φάνηκαν ξανά όσα πιστέψαμε πως χάθηκαν από ηλικία σε ηλικία. Οι στίχοι γέννησαν ένα θρόισμα, γέννησαν στήλες επιτύμβιες, σημάδια για ίσκιους που πέρασαν και πάνε. Και ο χρόνος γλυκύτερα πήρε να περνά και οι καρδιές μας γίνηκαν άγιες. Θυμάμαι ο Νίκος κοιμόταν και οι στίχοι τον φυσούσαν, εκείνον που δίχως τεχνάσματα μας χάρισε ένα ρίγος ανεπαίσθητο. Εκείνον που κάτω από τις γκαζολάμπες των καφενείων, σε έναν άλλον κόσμο μιλά την πλατιά ανάσα της ζωής.
Εκείνον που τον συντρόφευε ένας κόκκινος πολύποδας ήλιος των νησιών και αμέτρητοι, ευτυχισμένοι συναγερμοί. Εκείνον που υπήρξε μαρτυρία όλων των εποχών και όλων των ανθρώπων. Εκείνον που στην ψυχή του έδεσε για πάντα σαν σημαία, έναν ηρωικό και αισιόδοξο ελληνικό κόσμο, χαρίζοντάς του σχήμα και μορφή.
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
άκουσα κι απόψε πόρτα να χτυπά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Πώς να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ’ Αϊ Νικόλα;
Έπινε τον ήλιο σαν χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ’ όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Πού είσαι Πέτρο; Πού είσαι Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το σιντριβάνι.
Νεράκι πίνω να λησμονήσω.
Γύρισε πίσω! Γύρισε πίσω!
Απόστολος Θηβαίος