Έκτη Ώρα / Οδός Σύρου / Φυγή στην Ύδρα
Στρατηγέ, τι γυρεύεις εσύ, ένας Υδραίος, στη Λάρισα», να είναι το Σύνθημα. «Ο Γκάτσος δεν πάτησε ποτέ της Αμοργού το χώμα», να είναι το Παρασύνθημα. Και ενδιαμέσως, σε Φάση REM, σε Φάση Rapid Eye Movement, σε Φάση Λες Να Λάβουνε Τα Όνειρα Εκδίκηση, σε Φάση Φέξε μου να Μη Γλιστρήσω, και τέλος σε Φάση Φίλε Φέρε Φίλους Φάγε Φύγε, ενδιαμέσως λοιπόν, και πάλι ερωτευόμαστε νησιά — ναι, ερωτευόμαστε νησιά. Όχι ερωτευόμαστε σε νησιά, όχι, ερωτευόμαστε νησιά.
Δεν ερωτευόμαστε σε νησιά, ερωτευόμαστε σε μεγαλουπόλεις, ερωτευόμαστε ακαριαία και αιώνια, εκεί, στην οδό Σύρου, στη σκιά μιας αίθουσας τέχνης, πιο κάτω από ένα αίθριο σουβλατζίδικο, νοτίως ενός νήπιου ναού, δίπλα σε μια γαρδένια πεσμένη στο λιθόστρωτο, κάτω από έναν φίλιο ήλιο, είκοσι χιλιάδες λεύγες μακριά από τη θάλασσα που θέλουμε η δική μας θάλαττα/θάλαττα να είναι, ναι, εκεί ερωτευόμαστε, στην οδό/σοκάκι/θάλπος/μεράκι Σύρου, λίγο πιο πάνω από κει όπου σμίγει με την οδό Επτανήσου, εκεί, ερωτευόμαστε, εγώ Εσένα και Εσύ εμένα, για να ζήσουμε εμείς καλά και πάλι εμείς καλύτερα, για να φάμε και να πιούμε και να τα λέμε και να τα πούμε, κι Εσύ να μου λες να ερωτευόμαστε νησιά, κι εγώ να Σου λέω, ναι, να ερωτευόμαστε την Ύδρα, κι Εσύ να μου λες η Ύδρα είναι νησί δεν είναι νησιά, κι εγώ να Σου λέω, η Ύδρα όπως και η αλήθεια λέγεται πληθυντικός, υπάρχουν αλήθειες, θυμάσαι;
Η Ύδρα δεν λέγεται Ύδρες, μολοντούτο, γιατί δεν ακούγεται μελωδικά στο αυτί, και δεν έχει νόημα άλλωστε, νόημα σαν αυτό που θέλω εγώ να του δώσω, αλλά, ως πληθυντικός, η Ύδρα είναι νησιά, η Ύδρα είναι όλα τα νησιά του Αιγαίου, όλες οι νήσοι του Αιγαίου είναι η Ύδρα, η Ύδρα είναι νησιά, και ερωτευόμαστε νησιά σημαίνει ερωτευόμαστε την Ύδρα, και ερωτευόμαστε την Ύδρα σημαίνει ερωτευόμαστε, ξανά και ξανά, στιγμές σπίθες σπαράγματα στιγμών στιγμούλες κι άλλες σαλές στιγμούλες, εκείνο το εφήμερο, το τοσοδά τοσοδούλι του χρόνου που απλώνεται και προχωρεί και αναπτύσσεται και είναι η ζωή μας.
Πάμε πάλι πάραυτα στην Ύδρα, πάμε πάλι παίζοντας με των παθών το παζλ, με των δευτερολέπτων τις επιμηκύνσεις και με των διαθέσεων τη διαλεκτική (με τη διαλεκτική διευθετούνται τα πάντα, έλεγε ο άλλος — θυμάσαι;). Πάμε πάλι πάραυτα στην Ύδρα, διότι εκεί ο Χένρι Μίλερ πήγε και εκεί ο Χένρι Μίλερ αποφάνθηκε και είπε «η άγρια και γυμνή τελειότητα της Ύδρας», κυρίως όμως διότι εκεί ο Λεονάρδος ο Κοέν το σπίτι του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα καταράστηκε, αλήθεια είναι, μη γελάς, που να σου καεί το σπίτι, έτσι είπε, μες στον θυμό του, είπα μη γελάς, έλεγα λοιπόν, καταράστηκε, που να σου καεί, ναι, για το σπίτι του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, τον είχανε τσαντίσει, τον φαντάζεσαι τσαντισμένο τον Κοέν, αδιανόητο, βέβαια, αλλά έγινε, γεγονός, καταγεγραμμένο γεγονός, κι εγώ να σκέφτομαι νερό νησί και φως φωτιά, να σκέφτομαι γύρω-γύρω ύδατα στη μέση πυρκαγιά, θάλασσα θάμβος και φρυκτωρία φάος, και έτσι η Ύδρα έγινε και έκτοτε γίνεται τόπος της διαλεκτικής ύδατος και πυρός, water/fire, νερό και φωτιά — νερό όπως υγροί οι οφθαλμοί Σου, φωτιά όπως το βλέμμα Σου όταν των εκρήξεων του Πόλλοκ γίνεται καθρέφτης, νερό όπως το μούσκεμα στο χνούδι Σου ύστερα από το σμίξιμο το πολλαπλό στου θέρους το θειάφι, φωτιά όπως οι λέξεις μου όταν τρελαίνονται τα δάχτυλα στης γραφομηχανής τα πλήκτρα, νερό όπως οι ανεπαίσθητες μα τόσο ελπιδοφόρες για της γλώσσας μας τη γλύκα και για της θύμησης την ανάταση μικρές μικρούτσικες σταγόνες στο κεφάλι κίτρινο σκληρό τυρί που έχουμε ώρα αφήσει στο περβάζι, φωτιά όπως στη νοερή αυλή μας με τις γλάστρες και τα κοφίνια και την ευωδιά και από μακριά να φτάνει με το αεράκι εκείνη η μελωδία του Μπαγιαντέρα και να είναι η Ύδρα ο κόσμος όλος και να είναι η αυλή μας ο κόσμος όλος και να είσαι Εσύ ο κόσμος όλος και να ανάβουμε τη φωτιά και να βρέχουμε με νερό παγωμένο με κρύσταλλο νερό λαρύγγια και ψυχές και να πίνω ακόμα μια γουλιά και να ετοιμάζω για Σένα τη φωτιά εκεί στης Ύδρας την αυλή και την αυτοσχέδια εστία να φροντίζω όπου λίγο πριν το χάραμα με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο στην άκρη αφήνοντας δόγματα και δόξες λησμονώντας επίτηδες και μ’ εσκεμμένα παλιομοδίτικη παράφορη πυγμή καθετί που δεν είναι της σωματοψυχής μας μουσική καθετί που δεν στέργει τον Έρωτα με απολυτίκια απόλυτα να αινεί καθετί που δεν είναι γάργαρο νερό και φλόγα γιορτινή καθετί που δεν είναι της Ύδρας κόσμημα παιδί καθετί που δεν είναι αμέριστη στοργή εκεί στης Ύδρας την αυλή σαν προσευχή εγώ θα φροντίζω τη φωτιά την εστία λίγο πριν από την αυγή και θα Σου ετοιμάσω, Αγάπη κι Έρωτά μου, κατιτί να φάμε κι εμείς καθώς μες στην αχλύ είν’ η Δοκός καθώς είμαστε εμείς φωτιά νερό χρυσάφι φως.
ΥΓ.: Κατιτί να φάμε κι εμείς – Διαλεκτικά Αυγά Μάτια: διαχωρίζουμε τα ασπράδια από τους κρόκους και τα τηγανίζουμε ξεχωριστά. Κατόπιν τα επανασυνδέουμε, προσεκτικά. Η Αγάπη και ο Έρως είναι πιο Αήττητοι από τη Βλακεία. Έχουν μάλιστα περισσότερο χιούμορ από τον πλέον humorless Κυνισμό των Ουτιδανών. Ιδού η Διαλεκτική. Ιδού η Ύδρα ως Ύδωρ ως Πυρ.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 11.05.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.