Πέμπτη Ώρα / Κυψέλη / Οδός Πυθίας
Καίτοι ζούσαν με αμέριμνη απερισκεψία σ᾽ έναν αέναο ημιχαοτικό ντανταϊσμό, μπορείς να πεις ότι έδειχναν μέριμνα στο να τηρούν κάποιο ωρολόγιο πρόγραμμα. Ακόμα και στο χάος χρειάζεσαι μια ραχοκοκαλιά και ορισμένους οδοδείκτες, ακόμα και μες στο παραλήρημα του χιούμορ, της λεγόμενης ευφρόσυνης αφροσύνης, δεν είναι μάταιο να διατηρείς κάτι από τις εγελιανές καταβολές σου. Είναι εξάλλου γνωστό ότι το να εξασφαλίζεις για τον εαυτό σου κάποιες καλοδιαλεγμένες πολυτέλειες απαλύνει την πίεση της εθελούσιας ένδειας.
Είχαν το πρόγραμμά τους, λοιπόν, ο πιανίστας Πάνος Μ., και ο ταπεινός χρονικογράφος σας, ο ανταποκριτής σας από αλλοτινούς καιρούς. Είχαν τις προτεραιότητες, είχαν τις προτιμήσεις τους, είχαν τις προσηλώσεις τους. Πρωτίστως ζούσαν με προκαταβολές, ο ένας για μουσικούς κύκλους που θα ηχογραφούνταν και θα κυκλοφορούσαν από μια μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, ο άλλος για μεταφράσεις που θα εκπονούσε για ένα μικρό, αλλά πολύ δραστήριο στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, εκδοτικό οίκο.
Συνήθως, ο πιανίστας ξυπνούσε πρώτος. Συνήθως, μετά τη δωδεκάτη μεσημβρινή. Πήγαινε στην κουζινίτσα και ετοίμαζε καφέδες, έχοντας ήδη ανάψει το πρώτο τσιγάρο. Καθόταν στο πιάνο κι έπαιζε το άλλοτε το “Next’’ και άλλοτε το “The Last of the Teenage Idols’’, έχοντας πρηγουμένως αφήσει στο πάτωμα δίπλα στον ταπεινό σας χρονικογράφο καφέ, σταχτοδοχείο, τσιγάρο αναμμένο. Σε μισή ώρα, είχαν τυλίξει τα στρώματα και τα είχαν τοποθετήσει στην εντοιχισμένη ντουλάπα, είχαν τραγουδήσει τρία, τέσσερα άσματα/κεράσματα από το αρχαίο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης (῾῾Παλιό Κανόνι᾽᾽, ῾῾Πού να ᾽ναι ο ίσκιος σου, Θεέ᾽᾽, ῾῾Αδέλφια μου, Αλήτες, Πουλιά᾽᾽, κτλ) και, πάντα, τον ῾῾Τρελό᾽᾽ του Σταμάτη Κόκοτα, αποτίοντας έναν σαχλό, αποδομητικό φόρο τιμής στα προεφηβικά και εφηβικά τους χρόνια, και είχαν συσκεφθεί για το πώς θα κυλήσει η μέρα. Γύρω στις δύο μετά μεσημβρίαν, άρχιζαν τις μπίρες. Κατά τις τρεις, έβγαιναν στη γειτονιά.
Έπαιζαν, καθημερινώς, και επί εκατό λεπτά, πινγκ πονγκ με ξυλορακέτες σ᾽ ένα υπόγειο σφαιριστήριο στην Πλατεία Κυψέλης — Πλατεία Κανάρη, επισήμως. Επέστρεφαν στη δύο επί τρία καμαρούλα μια σταλιά, για το καθιερωμένο ντους, φορούσαν τη στολή εξόδου (ο Πάνος, λευκό πουκάμισο, μπλουτζήν, σακάκι —μιμούμενος κατά τι τον ενδυματολογικό κώδικα του Warhol— & ο ταπεινός σας ανταποκριτής, χαχόλικη μπλούζα με στάμπα τον Captain Beefheart ή τον Nicholas Ray, κοτλέ παντελόνι, τζάκετ) και έπαιρναν τους δρόμους. Είχαν πάντοτε φλασκί με ουίσκι στη μία τσέπη, σημειωματάριο στην άλλη. Επιδίδονταν για δύο, τρεις ώρες σε περιπλανήσεις —flâneries, όπως λέγονταν επί ρομαντισμού & υπερρεαλισμού, & dérives όπως τις προσδιόρισε στα πρώτα χρόνια της Internationale Lettriste ο Debord—, πάει να πει θήτευαν στην ψυχογεωγραφία. Το τι έκαναν κατόπιν, θα ιστορηθεί αργότερα — προσώρας αρκεί να πούμε ότι δαπανούσαν ανενδοίαστα τον χρόνο τους, παντελώς και παγερά αδιάφοροι για το τι θα μπορούσε να σημαίνει σταδιοδρομία, καριέρα, κοινωνική ανέλιξη.
Ναι, παρήλθαν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες από τότε, άλλαξαν πολλά άρδην, ραγδαίες εξελίξεις ταλάνισαν, έως και διέλυσαν, τον κοινωνικό ιστό, το Ideal έκλεισε, το Au Revoir παραλίγο να κατεβάσει διά παντός ρολά, η μανιοκατάθλιψη βαφτίστηκε διπολική διαταραχή, χάσαμε το λογαριασμό για το πόσες κυβερνήσεις άλλαξαν, τα θρυλικά κρασοπουλιά της Κυψέλης αφανίστηκαν, όλα έγιναν franchise, πολλοί έγιναν οικογενειάρχες και σβήστηκαν από τα Αρχεία της Φιλίας, οι περισσότεροι γνωστοί μας έγιναν φωτοτυπίες και ρίχτηκαν στο τζάκι των απαιτούμενων εκκαθαρίσεων, ο DFW αυτοκτόνησε, ο Καρούζος δεν πήρε το Νόμπελ, ο Dylan το πήρε, αλλά θα ήταν εσφαλμένο να πεις ότι δεν διασώθηκε εμπράκτως ένας τρόπος και ένας ρυθμός ζωής που ακολουθήσαμε από τη δεκαετία του ογδόντα προκειμένου να τιμήσουμε αυτούς που θεωρήσαμε προγόνους & προπομπούς μας, καθώς και για να περνάμε όσο γίνεται πιο καλά.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 10.05.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.