Τρίτη Ώρα / Πλατεία Παπαδιαμάντη / Οδός Κονδυλάκη
Σωτήριον και καταραμένο έτος 2005. Μήνας Οκτώβριος. Τα μάτια μας είναι κόκκινα ύστερα από τόσο κλάμα. Τα δάκρυά μας μούσκεψαν τα ρούχα μας, το βλέμμα μας άλλαξε πια, βάθυνε. Έχουμε γυρίσει στο κονάκι της Κονδυλάκη, ο Νίκος Φ., ο επονομαζόμενος Καπετάν Φασαρίας, αυτός εξαιτίας του οποίου αρπάξαμε τον υβριστικό (αλλά εμάς μας άρεσε, νιώθαμε ότι μας τιμά) χαρακτηρισμό Heidegger του Πεζοδρομίου, κι εγώ, ο ταπεινός σας ανταποκριτής από άλλους χρόνους, από άλλες εποχές. Ο Νίκος κλαίει ακόμη, του γεμίζω ξανά και ξανά το ποτήρι, γεμίζω και το δικό μου, περιεργάζομαι, όσο πιο ψύχραιμα γίνεται τον φίλο μου, εντυπωσιάζομαι από κάποιες πολύ έντονες ομοιότητες —πώς πίνει με τη διψομανία του Πρόξενου, του Geoffrey Fermin, πώς κρατάει το τσιγάρο, πώς τραβάει τζούρες, πώς μια βυθίζει τα μάτια στο πάτωμα με τέτοια ένταση που θαρρείς κάνει γεώτρηση το βλέμμα του, μια τα υψώνει σε έναν νοητό γαλάζιο ουρανό σαν αυτόν στο εξώφυλλο του Infinite Jest— ναι, πολύ έντονες ομοιότητες που έχει με τον μακαρίτη φίλο μας, τον Ηλία Λ., τον λεγόμενο ῾῾Ρασκόλνικοφ της Κυψέλης᾽᾽, καίτοι δεν έμελλε να περάσει το Ποτάμι (έτσι έλεγε την Αλεξάνδρας) παρά μόλις το έτος 1993 και ήδη σε ηλικία τριάντα έξι ετών. Πολύ έντονες ομοιότητες, εξ ου και η σκυταλοδρομία.
Ο Καπετάν Φασαρίας ημιεγκαταστάθηκε στο κονάκι του ταπεινού σας ανταποκριτή από αλλοτινούς καιρούς, στην οδό Κονδυλάκη σχεδόν ακριβώς όπως είχε ημιεγκατασταθεί και ο Ρασκόλνικοφ στο άλλο κονάκι, στην οδό Σύρου, πριν από δώδεκα χρόνια. Ο Francis Scott Key Fitzgerald, λένε, είχε απαντήσει, ῾Ὅπως πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις. Σιγά-σιγά στην αρχή και μετά απότομα᾽᾽, όταν τον ρώτησε ο Hemingway, ῾῾Κι εσύ; Πώς καταστράφηκες, φίλε μου;᾽᾽ Έτσι είναι και κάποιες φιλίες, κάποιες συγκατοικήσεις, κάποιες συνοδοιπορίες προς τα εκεί που το φεγγάρι γίνεται μειδίαμα και οι λοφίσκοι γεμίζουν με κόκκινες πεταλούδες. Μετά την κηδεία του Ηλία, τον χρεώθηκα εγώ τον Φασαρία. Εκτελούσα, όχι μόνον αγόγγυστα αλλά και ασμένως, ποικίλα καθήκοντα, στο ντανταϊστικό νοικοκυριό μας: ψώνιζα (τσιγάρα, ποτά, εφημερίδες, λιγοστά τρόφιμα), σούταρα τσιμεντοενέσεις στη ρημαγμένη γέφυρα της αυτοπεποίθησης του Καπετάν, του γνώριζα αντιπροσώπους της πολύ νεότερης γενιάς για λόγους ευνόητους. Ο Νίκος, επίσης ασμένως, είχε αναλάβει το να ψήνει τους τούρκικους καφέδες μας, να μαγειρεύει έξοχα (αρχηγός, ματηπαναγία, στην μπουγιαμπέσα, στο μπριάμ, στα μπιφτέκια με γέμιση ροκφόρ), να κερδίζει ενίοτε σεβαστά ποσά στο πόκερ και άλλα χαρτοπαίγνια, τα οποία κατέθετε γενναιόδωρα στο κοινό ταμείο, να πηγαίνει τα ρούχα στο καθαριστήριο (μεγάλη καθώς ήταν η αλητεία μας, οφείλαμε, αν μη τι άλλο, να περιπλανιόμαστε και να αλητεύουμε πάντα πεντακάθαροι και ντυμένοι στην πένα — αυτό μας μάρανε!).
Είχα, εκ των πραγμάτων, γίνει ο στενογράφος των ατασθαλιών, αλλά και κάποιων εποικοδομητικών εκλάμψεων του κοινου μας βίου (καταφέραμε, φαντάσου!, να στήσουμε κι έναν βραχύβιο εκδοτικό οίκο, να βγάλουμε ένα θνησιγενές περιοδικό με αμιγώς φιλοσοφικά κείμενα, ακόμα και να γυρίσουμε μια ταινία μεγάλου μήκους με πενιχρά μέσα αλλά και φαλσταφική μεγαλοπρέπεια). Κατέγραφα τα πάντα σε μαύρα δερμάτινα σημειωματάρια, στο κασετόφωνο, στη φωτογραφική μου μηχανή. Οι τρεις τελευταίοι μήνες του 2005 και οι δώδεκα μήνες του 2006 και οι τέσσερις πρώτοι μήνες του 2007, στενογραφήκαν/καταγράφηκαν/αρχειοθετήθηκαν. Το να είσαι ο μίνι Θουκυδίδης μιας μίνι περιπέτειας δεκαεννέα μηνών που διαδραματίστηκε ανάμεσα στις οδούς Κονδυλάκη, Αγίας Λαύρας, Ηρακλείου, και Βρούτου, δεν ενέχει βεβαίως κάτι το sublime, πλην όμως προσφέρει απολαύσεις και οργανώνει τον νου με τρόπους που δεν ήταν ούτε διαθέσιμοι αλλά ούτε και δημοφιλείς στα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 08.05.2020
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.