Λίζα Καβάγιου | Ημέρα 24

© Richard Kalvar

Δευτέρα – Μέρα 1

Σήμερα είναι η πρώτη μέρα, που είμαι μόνη, χωρίς τη μαμά. Ούτε γιατροί, ούτε παλιοί της φίλοι, ούτε περίεργοι γείτονες. Οι λίγοι, μακρινοί κι απόμακροι συγγενείς μας εξαφανίστηκαν μετά την κηδεία.   Ακόμη κι ο μπαμπάς, η φωτογραφία του, λείπει. Αυτή με το μοντγκόμερι και τον μπερέ. Όπως μου είχε ζητήσει, την έβαλα την αγκαλιά της την ώρα της λειτουργίας. Η καμπάνα χτυπιόταν ανελέητα για να ξυπνήσω.     Με το που ακούμπησα τα κρύα και σκληρά της χέρια, αγνώριστα ήταν, κατάλαβα πως η μαμά δεν είναι πια εδώ. Είναι πέρα μακριά ή είναι πολύ κοντά, κάπου στην σκέψη μου, δεν ξέρω. Πάντως αυτό που έπιασα εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν πια η μαμά.  Το τζάμι της κορνίζας μου φάνηκε πιο ζεστό από το δέρμα που άγγιζα. Σήκωσα τις παλάμες της, την έχωσα από κάτω στα γρήγορα και τραβήχτηκα πίσω. Κι έτσι οι δυο τους συνέχισαν «παρέα».

Σήμερα είναι η πρώτη μέρα στη δουλειά μετά τον θάνατο της μαμάς. Με συλλυπούνται από το πρωί. Με συλλυπούνται ακόμη και άτομα, με τα οποία δεν έχω ανταλλάξει ποτέ κουβέντες. Σπεύδουν να τελειώνουν με τα τυπικά όσο το δυνατόν νωρίτερα, ώστε να μπορέσει να επανέλθει το γραφείο στην κανονική ροή, όσο το δυνατόν νωρίτερα. Ίσως έχουν δίκιο. Η ρουτίνα σώζει, λένε. Προς το παρόν προσπαθώ εγώ να σώσω την ρουτίνα. Την κυνηγάω με αγωνία. Εκείνη έρχεται απρόθυμα, μα ξεγλιστράει εύκολα. Εκτύπωση, διόρθωση κειμένου, ταξινόμηση, αρχειοθέτηση, φωτοτυπία, εκτύπωση, διόρθωση, ταξινόμηση, αρχειοθέτηση…Περνούν οι ώρες όταν έχεις δουλειά στα χέρια σου.

Γυρνάω στο σπίτι αργότερα απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν λάθος που περίμενα να νυχτώσει για να επιστρέψω. Οι άδειοι χώροι, τη μέρα, είναι πιο φιλικοί. Τη νύχτα, όμως, το τίποτα στριγγλίζει και το σκοτάδι προσκαλεί όλα όσα δεν θέλεις και δεν ευχήθηκες ποτέ. Προσκαλεί, μες στο ίδιο μου το σπίτι, όσα πάντοτε φοβόμουν. Μετά από τόσα χρόνια που ζούσαμε μαζί, βρίσκομαι εδώ, μόνη, χωρίς τη μαμά.

Τρίτη – Μέρα 2

Νομίζω πως εχθές το βράδυ αποκοιμήθηκα στον καναπέ, δίπλα στην πολυθρόνα της. Αυτή δείχνει πιο άδεια κι από μένα. Δεν αισθάνομαι κούραση, όμως. Κάθε άλλο, ανυπομονώ να δουλέψω και δουλεύω έντονα. Αποδίδω το ίδιο καλά όπως πριν. Κι εγώ η ίδια εντυπωσιάζομαι που ένα τόσο σημαντικό συμβάν δεν έφερε τα πάνω κάτω, όπως περίμενα. Δεν φαίνεται να διαταράχθηκε κανένα σύστημα και καμιά ισορροπία μεταξύ της ύπαρξης και της μη ύπαρξής της. Απογοητεύομαι που όλα γύρω μου προχωρούν όπως πριν, ανεπηρέαστα. Απογοητεύομαι κι εγώ προχωρώ όπως πριν τον θάνατό της, ανεπηρέαστη. Κάποιοι συνάδελφοι, γνωρίζοντας πως τα τελευταία χρόνια ζούσαμε οι δυο μας, ανέμεναν την κατάρρευσή μου. Ανέμεναν να βιώσω το πένθος βαρύ ή αυτό που λέμε «να σπάσω». Όμως, για δες, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη.

Δυσκολεύομαι στο σπίτι, πράγματι. Είναι ένα μεγάλο κουτί τσιμέντου. Οι κολώνες, που το στήριζαν, πρέπει να ήταν εκείνη και τα πράγματά της. Και τώρα που τίποτα από τα δύο δεν έχει πια ζωή, το τσιμεντένιο κουτί είναι κούφιο κι έτοιμο να με πλακώσει. Όλα τα μπιχλιμπίδια της είναι σα να μην είναι εκεί. Έχασαν την υπόστασή τους χωρίς εκείνη να τα ξεσκονίζει και να τα τακτοποιεί. Είναι πολλά που δεν συμβαίνουν πια μες στο κουτί μου. Παντόφλες που δεν σέρνονται, νερά που δεν τρέχουν την ώρα που μιλάω στο τηλέφωνο, ροχαλητό που δεν με εξοργίζει όταν θέλω να κοιμηθώ. Όλα αυτά, που δεν συμβαίνουν, αφήνουν τις δικές μου αναταράξεις να κατακυριεύσουν τον χώρο. Το πιρούνι μου ηχεί δυνατά στο πιάτο, το ράδιο παίζει μόνο τις μουσικές που αγαπώ εγώ κι η τηλεόραση δείχνει τις «αμερικανιές» μου. Παντού συναντώ μόνο τον εαυτό μου.

Άφησα τα σημάδια από τις βρεγμένες μου μπότες στο παρκέ, χωρίς να τα σφουγγαρίσω. Πήγα κι ήρθα στον διάδρομο, χωρίς να τον σφουγγαρίσω. Τώρα το πάτωμα μοιάζει λες και ξαφνικά, για λίγο, το σπίτι γέμισε κόσμο. Μια ολόκληρη παρέα πέρασε από το σπίτι μας, μου, με βρεγμένα παπούτσια κι έκανε το πάτωμα χάλια.

Το βλέπεις πώς έγινε; Δεν σε εκνευρίζει;

Τετάρτη – Μέρα 3

Η αρμονία της ρουτίνας σώζει, λένε, και ήδη αντιλαμβάνομαι πως έχω γίνει πραγματική μαέστρος της. Με ρυθμό, χωρίς παύσεις, η εργασία μου προχωρά ακάθεκτη, είτε την σκέφτομαι είτε την διεκπεραιώνω μηχανικά.

Έκανα λάθος χθες. Δεν αποδίδω όπως πριν, μα καλύτερα. Είμαι πιο συγκεντρωμένη. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει. Δε με ρωτάει αν έφτασα καλά, αν έβρεξε, αν θα γυρίσω νωρίς, αν θέλω ξύδι στις φακές, ποιος θα κάνει την φορολογική δήλωση, αν είναι καλή ώρα να τηλεφωνήσει στην ξαδέρφη στην Αυστραλία.      Μόνο δουλειά. Όπως περνάει κάθε χαρτί από τα χέρια μου, περνάει μαζί κι αυτή η φράση. «Mόνο δουλειά». Χαρτί και «μόνο δουλειά», χαρτί και «μόνο δουλειά». Αντί για μέτρημα. Αυτή είναι τώρα η οικογένειά μου όλη, το σόι μου που λένε. Όχι οι συνάδελφοι, ούτε το κτίριο, ούτε ο υπολογιστής. Αυτή η στοίβα από χαρτιά είναι η μόνη οντότητα που έμεινε να αναμένει κάτι από μένα. Και δεν την απογοητεύω επ’ ουδενί.

Ατύχημα. Ο αριστερός μου δείκτης διασχίζει και σχίζεται την άκρη ενός γυαλιστερού χαρτιού, φρέσκια φωτοτυπία, που ακόμη αναδίδει μελάνι. Δεν πονάω, όπως περίμενα. Μια φουσκίτσα αίματος εμφανίζεται στο σημείο εκείνο. Αν δεν ήταν κι αυτή, θα νόμιζα πως το φαντάστηκα και δεν κόπηκα στην πραγματικότητα. Καλό είναι τα σημαντικά συμβάντα να έχουν κάποιον ισχυρό αντίκτυπο, αλλιώς νομίζεις πως τα φαντάστηκες κι αρχίζεις να αμφιβάλλεις για τα λογικά σου. Η κόκκινη φουσκίτσα, όμως, είναι εδώ κι όσο την παρατηρώ γεμίζει, μεγαλώνει.  Φοβάμαι μην και λερώσω τα έγγραφα κάτω από την παλάμη μου και την πιέζω με δύναμη στο κάτω χείλος μου. Καταφέρνω να πνίξω την πληγή με το στόμα. Ψαχουλεύω την τσάντα μου με το δεξί και ξετρυπώνω ένα χαρτομάντιλο. Πιέζω κι άλλο το σκίσιμο για να πάψει να τροφοδοτείται το άνοιγμα με αίμα. Τότε μόνο εμφανίζεται ο πρώτος πόνος. Όσο το αίμα μαζεύεται, τόσο η πληγή, επιφανειακά, μικραίνει, μα ο πόνος βαθαίνει και τρυπάει προς το οστό. Όλα αυτά διαρκούν πολύ λίγο. Όμως κάτι κλωτσάει έντονα μέσα μου. Ιδρώνω γρήγορα και μου παίρνει ώρα να ηρεμήσω. Όπως όταν στρίβεις το τιμόνι και τελευταία στιγμή αποφεύγεις τον γκρεμό.

Φεύγοντας από το γραφείο, κάποιοι σχολιάζουν πως το κόκκινο κραγιόν μού πάει πολύ («σου ξέφυγε λίγο στις άκρες») και καθησυχάζουν τον προϊστάμενο πως περιποιούμαι τον εαυτό μου. Άρα είμαι καλά.

Βλέπεις;

Δευτέρα – Μέρα 8

Το σαββατοκύριακο πέρασε σα να μην υπήρχα. Τακτοποίησα, καθάρισα, μαγείρεψα, ξανακαθάρισα. Τα πάντα, εκτός από την ντουλάπα της. Μπροστά στην ντουλάπα είναι η καρέκλα με την νυχτικιά της, όπως την είχε διπλώσει την μέρα που ξύπνησε για τελευταία φορά.   Ή που κοιμήθηκε για τελευταία φορά; Το ίδιο κάνει.    Το κρεβάτι μας το έστρωσα, μα δεν το χρησιμοποιώ για ύπνο πια. Φοβάμαι πως η μυρωδιά της είναι ακόμη εκεί. Μια μυρωδιά ορφανή, χωρίς τα «τσικ» από τα τσιμπιδάκια που έβγαζε, χωρίς τον ψίθυρο των σελίδων που ξεφύλλιζε, χωρίς τους αναστεναγμούς από τις σκόρπιες σκέψεις της.

Σήμερα, ευτυχώς, είμαι πάλι ανάμεσα στα χαρτιά μου, στο γραφείο. Η πληγή στο δάχτυλο, από το ατύχημα της περασμένης εβδομάδας, έχει ήδη κλείσει. Στο σκίσιμο σχηματίστηκε ένα μικρή γραμμή δέρματος. Περνάω τον δεξί μου δείκτη από πάνω και νιώθω την πίεση ελάχιστα, τόσο όσο το περίμενα.                 Μπροστά μου έχω μια στοίβα γυαλιστερά χαρτιά. Τα έχω τακτοποιήσει τέλεια, είναι ευθυγραμμισμένα και μού εμπιστεύονται το μέλλον τους. Η παλάμη μου τα χαϊδεύει από πάνω και στο πλάι με καμάρι. Είναι όλα όπως πρέπει. Τα κοιτάω. Θέλω να ξαναδοκιμάσω, να ξανανιώσω αυτό το μικρό τίναγμα. Περνάω το δάχτυλό μου φάλτσα από μια γωνία της στοίβας. Η μικρή κόκκινη φούσκα, (σε περίμενα), εμφανίζεται. Χωρίς πόνο πάλι, τόσο εύκολα. Πιέζω το σκίσιμο, το νιώθω στο κόκκαλο και αφού σταματήσει η αιμορραγία, απλώνω σωστά το κραγιόν μου. Αυτό δεν ήταν ατύχημα.

Με προσέχεις;

Πέμπτη – Μέρα 11

Δε με νοιάζει να καταγράψω λεπτομέρειες της καθημερινότητάς μου εδώ. Είναι άνοστη και βαρετή. Η σκέψη μου από το πρωί είναι συγκεντρωμένη σε αυτό που επιθυμώ. Το χέρι μου δεν κρατιέται. Προσμένω το κατακόκκινο σημάδι, που σίγουρα θα έρθει. Και τον πόνο, που δημιουργώ εγώ. Διαλέγω δάχτυλο, και το περνάω απότομα στο πρώτο χαρτί που βρίσκω μπροστά μου. Γιατί όχι, σκέφτομαι. Τίποτα δε με εμποδίζει. Το τηλέφωνο δεν θα χτυπήσει και κανείς δεν θα αναρωτηθεί. Νιώθω πιο δυνατή, γιατί ορίζω εγώ τι θα συμβεί. Κι αυτό που θα συμβεί θα με σκουντήξει να νιώσω και να ζήσω μιαν ελάχιστη «περιπέτεια».

Είτε την παρακολουθείς είτε όχι, δεν ξέρω αν με απασχολεί πια. Όμως, έτσι από περιέργεια, θα ήθελα να ξέρω αν είσαι κάπου. Κι αν ναι, πού είσαι;

Δευτέρα – Μέρα 15

Έχω ήδη δώδεκα κοψίματα. Κάποιες μέρες έκανα και δύο – το ήξερα πως το σαββατοκύριακο θα είναι δύσκολο να αντισταθώ.  Τώρα όλα μου τα δάχτυλά έχουν χαρακιές. Κάποιες είναι πιο κόκκινες, κάποιες άχρωμες, σε κάποιες το δέρμα σχημάτισε ένα μικρό λοφίσκο προσπαθώντας να τις καλύψει. Δε με ενοχλεί καθόλου η εμφάνισή τους. Το μόνο που έχω να περιμένω, είναι η επόμενή μου συγκίνηση. Μου φαίνεται παράξενο. Από ένα τόσο μικρό σκισιματάκι ο πόνος περνάει στο κόκκαλο, μετά τον νιώθω στο στέρνο και τελικά διαχέεται σε όλο μου το σώμα.

Σ ’ενοχλεί μήπως;

Το σώμα μου, κάποτε, έμοιαζε στο δικό σου και ανέκαθεν αναρωτιόμουν αν κουβαλάω κάτι από σένα μέσα μου. Όπως όταν εσύ με κουβαλούσες μέσα σου. Τότε ήμασταν ένα, διαχωριστήκαμε βίαια (η πρώτη φορά) και ίσως πήρα κάποιο μικρό στοιχείο σου μαζί μου. Τώρα το διασώζω στο δικό μου σώμα. Μήπως αυτό, το μικρό, ενοχλείται από τη νέα μου συνήθεια; Όχι; Δεν απαντάς; Ανησυχείς; Αγχώνεσαι; Δεν ακούω, δεν είσαι πουθενά. Γιατί δεν εμφανίζεσαι κάπου, έστω ως όραμα, ως όνειρο ή πνεύμα, να μου κάνεις την παρατήρηση, να μου θυμώσεις και να μου πεις να με φροντίζω; Τίποτα. Σε έψαξα εκτός μου, σε έψαξα κι εντός μου, τίποτα.

Δεν έχω πολύ χώρο ακόμη στις παλάμες. Χαράζω τον αριστερό μου καρπό. Ένα κάθετο, απολαυστικό, μεγάλο σκίσιμο με το χαρτί.

Τετάρτη – Μέρα 17

Τις τελευταίες μέρες δεν έχω προσέξει καν πως το τηλέφωνό μου δεν χτυπάει. Νομίζω το έχω αφήσει αφόρτιστο. Νομίζω πως το ψυγείο μου είναι άδειο και ίσως άφησα την πόρτα ξεκλείδωτη. Δεν έχει σημασία. Κάνω την δουλειά μου με πειθαρχία. Όταν έχω ανάγκη, ξεδίνω στα χαρτιά με νέες πληγές. Κάθε μου κόψιμο, κάθε αποφασιστική μου κίνηση, με συγκινεί όπως την πρώτη φορά. Δεν χόρτασα. Θυμάμαι πού χάραξα την κάθε πληγή και πόσο πόνεσε. Λες κι είναι φίλες μου αγαπημένες. Τις περιποιούμαι σχολαστικά , μία μία, κι αυτές θρέφουν όπως συνηθίζουν. Υπάρχει μια επαναληψιμότητα σε αυτό, που δεν μπορώ να παρατήσω. Τις παρατηρώ κάθε τόσο και τις μετράω. Αν είμαι εθισμένη, καλώς είμαι, αφού με ανακουφίζει.

Το σώμα αυτό, που άφησες πίσω, δεν έχει άλλες ανάγκες. Ούτε καν της σύνδεσης, ούτε της φροντίδας. Στέκεται, λυγίζει, πληγώνεται, επουλώνεται και κανείς δεν θα το ρωτήσει γιατί. Είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι εξαρχής. Ένα σώμα αυθύπαρκτο. Δεν λογοδοτεί, δεν ανησυχεί μήπως ανησυχήσουν γι’ αυτό. Ξεκρέμαστο ή εκκρεμές, σίγουρα μόνο του κι ανίκανο να πληγωθεί.

Σε έψαχνα, μα τα παράτησα.

Δευτέρα – 22η μέρα

Τα χέρια μου έχουν γεμίσει ρίγες. Κάποιος ανέφερε τα σημάδια στον προϊστάμενο. Το αποκλείω να τα πήρε είδηση μόνος του.    Με παρατηρεί από μακριά κι εγώ ξεχειλώνω τα μανίκια μου.    Συγκρατούμαι, δεν πρέπει να κάνω καμία κίνηση μπροστά του. Καταπιέζομαι κι αυτό με κάνει να αποζητώ την συνήθειά μου πιο έντονα. Ο πειρασμός είναι παντού– τα χαρτιά είναι σκορπισμένα γύρω μου κι εγώ πρέπει να κάνω υπομονή. Νιώθω πως με παρακολουθούν όλοι. Αν μ’ άφηναν για λίγο ήσυχη, θα το έκανα, μια κι έξω, και μετά θα συγκεντρωνόμουν στην δουλειά μου, όπως πάντα! Καλά δεν βλέπουν πως η έγνοια τους για μένα μόνο χειρότερα κάνει τα πράγματα;

Πρώτη φορά ανυπομονώ να πάω στο άδειο σπίτι, να μείνω μόνη με τα χέρια μου.

Το βράδυ δοκιμάζω κάτι μεγαλύτερο, στον λαιμό αυτή τη φορά. Η πληγή δεν κλείνει με τίποτα. Την καλύπτω όπως- όπως και αποκοιμιέμαι ήρεμη, επιτέλους, στον καναπέ.

Είναι αστείο, γιατί αυτό δεν θα το έκανα ποτέ μπροστά σου.    Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ παρουσία σου. Ανησυχείς; Αγχώνεσαι; Δεν ακούω, δεν είσαι πουθενά.

Τετάρτη – Μέρα 24

Η πληγή στον λαιμό δεν αστειευόταν, μολύνθηκε. Ο πόνος της ήταν διαφορετικός. Δεν ήταν ένας μικρός σφάχτης, στιγμιαίος και βαθύς, όπως οι άλλοι. Η λεπτή γραμμή πρήστηκε άσχημα και άλλαξε χρώμα. Με βλέπουν στην δουλειά κι απαιτούν να πάω στα επείγοντα. Δεν το θεωρώ απαραίτητο, όμως αναγκάζομαι να πειθαρχήσω. Μια νοσοκόμα με ψεκάζει με σπρέι, το οποίο φυσάει και κατόπιν στεγνώνει με αποστειρωμένο βαμβάκι. Μετά, δεν γνωρίζω τι μου κάνει. Δεν θέλω να κοιτάω αυτή την αηδιαστική πληγή, που δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες. Ό,τι και να μου βάζει, τσούζει και πονάει. Δεν το υποφέρω. Κλείνω τα μάτια μου κι ακούω μόνο τη βουή του δρόμου και τα εργαλεία της. Όταν χτυπά το ένα στο άλλο, ηχούν σαν μικρά καμπανάκια. Για ποιον χτυπάνε, σκέφτομαι, και χάνω τις αισθήσεις μου από τον πόνο.  Ξυπνάω με την βοήθεια της κοπέλας και βρίσκομαι να κοιτάω το ταβάνι, ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Με ενημερώνει πως γλίτωσα την σήψη «στο τσακ» και πως αυτή η πληγή ήταν το προειδοποιητικό καμπανάκι και πως μπορώ να μιλήσω με τον ψυχολόγο της κλινικής για τα θέματα που με απασχολούν. Κοιτάζει επίμονα τα χαρακωμένα μου χέρια. Της απαντώ πως δε με απασχολεί τίποτα πια.

Και είναι αλήθεια, γιατί σε βρήκα. Νόμιζα πως με άφησες, αλλά σε βρήκα στις πληγές που σε θρήνησα. Το ‘ξερα πως κοιτάς, γι’ αυτό ντρεπόμουν τόσο καιρό να κλάψω.
Συγγνώμη, μαμά, δεν θα το ξανακάνω.

* * *


Η Λίζα Καβάγιου ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στην σχολή Ηλεκτρολόγων&Μηχανικών Η/Υ του ΕΜΠ και συνέχισε με MSc in Computer Science στο Εδιμβούργο. Παράλληλα έχει ασχοληθεί επαγγελματικά με τον χορό και τη μουσική. Μαθήματα συγγραφής παρακολούθησε με τον Χρήστο Οικονόμου. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων “Εκεί, ακριβώς” εκδόθηκε το φθινόπωρο του 2019 από τις εκδόσεις Ηριδανός. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά : (Δέ)κατα, Μανδραγόρας, Λεξωτεχνίες, Κλεψύδρα, Νέο Πλανόδιον, Παρέμβαση και Literature.gr .