Πρώτη Ώρα / Κυψέλη / Οδός Πυθίας
Όσο ζουν οι Φίλοι μου δεν θα μιλώ για τον Θάνατο, όσο ζουν οι Φίλοι ο Θάνατος δεν θα έχει επικράτεια. Ο χἀρτης είναι η επικράτεια. Ο νοερός χάρτης που σχεδιάσαμε αναζητώντας την Πηγή μιας Νέας Ομορφιάς, θητεύοντας σε μια Νέα Γεωγραφία των Παθών, παίζοντας στα δάχτυλα τα δευτερόλεπτα σαν μικρές κόκκινες κορίνες, ζογκλέρ εμείς του τανύσματος των ωρών, όπως ο Duchamp μηχανικοί του χαμένου (αλλά και ξανακερδισμένου χρόνου), άμισθοι εργάτες της flânerie και της dérive.
Στην οδό Πυθίας, αρχές εκείνης της δεκαετίας που μας στοίχειωσε, συγκάτοικοι σε ένα δύο επί τρία ισόγειο μπούνκερ της φιλίας, ο Πάνος Μ. και ο ταπεινός χρονικογράφος σας, ζούσαν στο περιθώριο της πολιτικής οικονομίας και στο κέντρο της κοινωνιολογίας της φιλίας. Είχαν δύο σκαμπό, ένα πλιάν τραπεζάκι, δύο στρώματα που κάθε βράδυ τα ξετύλιγαν και κάθε πρωί τα τύλιγαν και τα τοποθετούσαν στην εντοιχισμένη ντουλάπα, καμία καρέκλα, κανένα άλλο έπιπλο, ένα τηλέφωνο στα δάπεδο, ένα ραδιοκασετόφωνο, μια φορητή γραφομηχανή, έναν μασίφ χρυσό στυλογράφο, και ένα πιάνο.
Μοιράζονταν τα πάντα: τρόφιμα, λάδι, και κρασί που έφταναν με το ΚΤΕΛ από την Αιτωλοακαρνανία κάθε δεκαπενθήμερο~ τα λιγοστά χρήματα (μία, μα μόνο μία φορά, ήταν πάρα πολλά) που κατέφερναν με μικροκομπίνες και ματσαράγκες να αποκτούν~ αγαπημένα τραγούδια και ποιήματα~ βιβλία που τους δώριζαν ή τους δάνειζαν οι φίλοι~ όνειρα και προσδοκίες~ ιδέες για το παρελθόν~ αναμνήσεις απ᾽ το μέλλον~ κοπέλες, ανήλικες μαθήτριες ορισμένες, κάποιες λιγοστές θαρραλέες φοιτήτριες, μερικές τραγουδίστριες, καναδυό θεατρίνες, πρόθυμες να ζήσουν την ποίηση της περιπέτειάς τους.
Δεν είχε ενσκήψει ακόμη ο ταχύπλοος αποτρόπαιος & kitsch νεοκυνισμός, δεν είχε εγκατασταθεί ακόμη στη πόλη η χαμέρπεια, δεν είχε εξοριστεί ακόμη ο συμπαγής, μα και ευέλικτος, ρομαντισμός από την Κυψέλη που ήδη είχε αρχίσει να ψάλλει ο Βακαλόπουλος. Όχι, δεν ήταν όλα αίθρια, γύρω τους μαινόταν συνήθως μια άσχημη μαλλιαρή πεζότητα, δεν μπορείς να πεις ότι οι πάντες διάβαζαν Ginsberg και Debord, ότι οι πάντες ανακάλυπταν το μεγαλείο του Hegel, ότι οι πάντες άκουγαν Captain Beefheart και Demetrio Stratos, ότι οι πάντες έπιναν κρασί στο όνομα του Νίκου Καρούζου, αλλά και με τον Νίκο Καρούζο, ότι οι πάντες μιλούσαν ως το χάραμα για τον Ισπανικό Εμφύλιο και για την Ταξιαρχία Ντουρούτι, ότι οι πάντες έτρεχαν στο Studio του Καψάσκη για να δουν την Τριλογία του Warhol.
Δεν ήξεραν τότε, σχεδόν αμούστακα μειράκια, ότι έμελλε να επιτεθεί ο Ζόφος, ότι θα υποχρεώνονταν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά ν᾽ αρχίσουν να γράφουν τα όσα ζούσαν τότε με μιαν ηλιόλιουστη αμεριμνησία, και μάλιστα να τα γράφουν σε έναν τόνο που άλλοτε θυμίζει ψυχεδελικό ρέκβιεμ, άλλοτε αντλεί από τη μέθοδο cut-up & fold-in (όπως το τελευταίο έργο των Dream Syndicate, το The Universe Inside), άλλοτε παίζει με την ταχεία κοφτή προφορικότητα κάποιων κειμένων του Dada και των situationnistes. Δεν ήξεραν τότε, αρχές δεκαετίας του ογδόντα, αυτοί, τα σκαμπρόζικα αλάνια της ύπαρξης, οι φονιάδες του γόου, οι περιφρονητές του τραγικού, ότι η επερχόμενη φοβερή ακαταστασία των καιρών θα τους ωθούσε να γίνουν χαρτογράφοι του χάους και να επιδοθούν σε μια μεθοδική αυτοβιολογία ώστε να μη χαθούν στο συμπαγές σκότος εκείνες οι λάμψεις ζωής, εκείνη η τόσο παρατεταμένη θητεία σε ένα απόρρητο τεμπελίκι.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 06.05.2020
[Το παρόν work in progress, με προσωρινό τίτλο εργασίας Δεύτερη Φάση, γράφεται και δημοσιεύεται καθημερινά στο Μονόκλ. Θέλει να αποτελεί μια απάντηση/αντίσταση στη γενικευμένη αποτρόπαια ασχήμια των καιρών μας. Επικεντρώνεται σε τρεις συγκατοικήσεις του γράφοντος: με τον πιανίστα Πάνο Μ., με τον ποιητή Ηλία Λ., και με τον προφορικό λόγιο Νίκο Φ.]
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.