«Δεκαπέντε, δεκαέξι, δεκαφτά… είκοσι. Είναι γλυκιά η νύχτα απόψε», τους ψιθυρίζει σκυφτός παρακολουθώντας την ιεροτελεστία μιας αλλιώτικης άνοιξης.
Βγαίνει για βόλτα πάντα μετά τις δώδεκα το βράδυ. Όταν όλοι, ή σχεδόν όλοι κοιμούνται. Αυτός δεν κοιμάται πια πολύ. Σταματάει στα πεζοδρόμια για να μυρίσει τις ανθισμένες νεραντζιές, κόβει κάθε φόρα έναν ανθό ρίχνοντας κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά. Δεν του αρέσει να τον βλέπει ο κόσμος. Και ο ίδιος αποφεύγει μάλλον τους ανθρώπους. Λίγο πιο κάτω παρατηρεί ένα καινούργιο τριαντάφυλλο, που άνοιξε τα πέταλα του ντροπαλά. Συνεχίζει τον περίπατό του, κοντοστέκεται και κοιτάει πάντα τα ρετιρέ στις πολυκατοικίες της γειτονιάς: το ημίφως πίσω απ΄τις κλειστές κουρτίνες, μία τηλεόραση ίσως ν΄αναβοσβήνει και κάποιες ανθρώπινες σκιές πηγαινοέρχονται.
Μόλις φτάνει στο πάρκο, κάθεται στο ίδιο παγκάκι κάθε νύχτα. Πρώτα δροσίζει λίγο το πρόσωπό του με νερό που κουβαλάει στην πλαστική σακούλα. Έπειτα βγάζει το μισοφαγωμένο του σάντουιτς, το κοιτάει χαμογελαστός, παίρνει τη μία φέτα απ΄το ψωμί και το υπόλοιπο το κλείνει μέσα στη χαρτοπετσέτα του. Αρχίζει να κόβει μικρά κομμάτια απ΄το βουτυρωμένο ψωμί μέχρι να γεμίσει τη ρυτιδιασμένη του παλάμη. Όταν πια ολοκληρώσει το τεμάχισμα, σκύβει ανάμεσα στα πόδια του και με ευλάβεια αφήνει το ψωμί στο νοτισμένο χώμα πάνω σε κάποια νεκρά φύλλα, που έπεσαν απ΄τα δέντρα.
Στη συνέχεια σηκώνει το κεφάλι του κοιτώντας τον ουρανό. Δεν μετράει ποτέ τ΄ άστρα, ούτε ψάχνει για φεγγάρι. Βλέπει το ρολόι του και μετράει τον χρόνο. Δέκα λεπτά το πιο πολύ χρειάζονται για να μαζευτούν γύρω από το δείπνο. Και τότε σιγά- σιγά σκύβει το κεφάλι του κι αρχίζει να τα παρατηρεί: πέντε, δέκα, είκοσι, το ένα πίσω απ΄το άλλο μειλίχια μυρίζουν, τραβούν, κλωθογυρίζουν και τρώνε το φαγητό, που αυτός με χαρά τους προσφέρει κάθε νύχτα. «Οι μέρες μου κυλάνε πια αργά, οι γιορτές δεν μοιάζουν με γιορτές, οι άνθρωποι ανυπόμονοι περιπλανιούνται με μια απροσδιόριστη δυσφορία στους δρόμους την ημέρα. Γι΄αυτό αγαπώ την νύχτα κι εσάς, που με τάξη και ηρεμία απολαμβάνετε τα δώρα των ανθρώπων» τους λέει με ασθμαίνουσα φωνή. Η υπόγεια συνομιλία του με τα μυρμήγκια κάποια στιγμή φτάνει στο τέλος της. Κι αυτός σηκώνεται αργά απ΄το παγκάκι με την πλαστική σακούλα στον καρπό του δεξιού χεριού του και ρίχνει μια τελευταία ματιά στην παρέα του λέγοντας «καλό βράδυ και εις το επανιδείν».
«Απόψε είναι γλυκιά η νύχτα», ψιθυρίζει φεύγοντας. Βγάζει τον ανθό της νεραντζιάς από την τσέπη του παντελονιού του και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής.
* * *
Η Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ γεννήθηκε το 1972 στην Αμμόχωστο της Κύπρου. Έχει κάνει σπουδές Φιλολογίας και Μουσικής στην Αθήνα και μετεκπαίδευση στην Πολιτιστική Διαχείριση στη Γερμανία. Εκεί παρακολούθησε σεμινάρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Ludwig-Maximilians-Universität München (LMU). Εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση και στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα. Στο Μόναχο δούλεψε ως φιλόλογος στο Ελληνικό Σπίτι και διοργάνωσε πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Gasteig (Black Box), στο Steinway Haus, στην Galery Camera Artis κ.ά. Από το 2009 ζει μόνιμα και εργάζεται στην Κύπρο ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στην Αθήνα. Διατηρεί το ιστολόγιο marouthki. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στα ελληνικά διαδικτυακά περιοδικά The Greek Cloud, Fractal, Φρέαρ, Μονόκλ, Popaganda κ.ά. Είχε τη γενική επιμέλεια της έκδοσης του λογοτεχνικού φωτογραφικού άλμπουμ The story of a moment (Wunderart Productions, Κύπρος 2017) καθώς και του συλλογικού λογοτεχνικού έργου ΛΑΙΜΑΡΓΑ (Εκδόσεις Ακτίς, Ιανουάριος 2019).