Ιωάννης Λαδάκης | Θέρος των κάκτων

© Johan Hagemeyer

Μέρα τρίτη.
Αντί για κελαϊδίσματα, αεροπλανικές βουές ανατριχιάζουν τον τόπο.
Στο μπαλκόνι μυρίζει γιασεμί κι αστρόσκονη. Γεμίζουν το ποτήρι λησμονιά
Και μεθούν.

Μέρα τρίτη. Καθάριοι ουρανοί, τα νέφη δεν φανερώνουν τη μαυρίλα τους.
Χαμηλά πετούν οι μηχανές, χαμηλά σκορπούν τα λιθάρια τους.
Οι γείτονες απογειτονοποιούνται, οι άνθρωποι απανθρωπίζονται
Τα όντα μηδενίζονται και επιστρέφουν στο βασικό τους μέλημα.
Το τίποτα ανατέλλει.

Αγγίζω τα καλυμμένα μπουλόνια κι ανατριχιάζω. Θαρρώ δεν άλλαξε ο κόσμος
Απ’ όταν ενθουσιαζόταν με τους κεραυνούς των ψεύτικων θεών.
Κι η πιστή μου στα όνειρα πάντα με συντροφεύει
Δίχως να με χαϊδολογεί, μόνο με συνοδεύει
Σαν φύγω, σαν φυγοπονώ
Σαν γίνω ένας από μας
Η νίκη θα έχει επέλθει
Θα ‘χει, λέω, ο κόσμος
Τόσο έντονη την παράλογη γεύση της πίκρας
Στο στόμα του.

Τρίτη μέρα διακοπών.
Διακόπτεται η ζωή παραδόξως.
Τα λούλουδα αναπνέουν ζωηρά και τα φύλλα τους
Ραίνουν τους λιπαρούς λουόμενους.
Μακριά απ’ αυτούς, άλλοι λούζονται με ξένα βάρη
Και δικό τους αίμα.
Μακριά απ’ αυτούς, όλα είναι αδιάφορα.
Η κεντρική διοίκηση φωνασκεί
Κι ο γέρος μαζεύει το κοπάδι των αγριωπών νούφαρων
Κλείνοντας τα μάτια των επισφαλών.

Είχες μια μικρή φωτίτσα
Που κράταγες στα χέρια
Δεν υπάρχει μια γωνία
Να μην διψά για γέρμα.

Σημειώσεις σε λειψά όργανα.
Το μυαλό κινείται μηχανικά, βγάζοντας απελπισμένους καπνούς.
Σημειώσεις στις σημειώσεις κι έπειτα ξανά.
Ορισμός της ικανοποίησης.
Μικρή θλίψη. Διακοπή.
Έπειτα τα ίδια και τα ίδια.
Τα τζιτζίκια τραγουδούν δίχως σταματημό.
Δίψασαν τα τσιμέντα, κλαίνε για δρόσο.
Τύποι περίεργοι τριγυρνούν στη γειτονιά.
Ένας, καβάλα σε άλογο.
Ένας, καβαλάρης άλογος.
Τινάζονται οι εφημερίδες.
Τινάζονται τα νέα. Σκορπίζουν στα καφενεία και τις μαζώξεις
Ραντίζοντας την αδιαφορία με γύρη αλλεργική.
Τινάζονται τα νέα.
Δεν γίνονται ποτέ δικά μου.
Τίποτα.
Πετούν πουλιά, πετούν σκουπίδια.
Λίγη βροχή ήθελα, να λιώσουν οι λάβες!
Πετούν χαμηλά οι αόρατες ιδέες. Χαίρομαι. Θα βρέξει σύντομα.
Μέρα μου λίγη, τελειώνεις δίχως γυρισμό.
Ελάχιστες προτάσεις διαρρηγνύουν άδειους σάκους.
Οι ψυχές αιωρούνται.
Ζέστη.
Πυρετός στο κέντρο της ομοβροντής.
Παραισθήσεις χύνονται από τα παράθυρα. Κλείσ’ τα!
Μην μου φύγουν, δικές μου είναι, μόνο!
Συνεχίζουν να χύνονται λησμονώντας τις ρίζες τους.
Θα ριζώσουν κι αλλού, θα ξεκληρίσουν κι άλλους τόπους.
Άγονη μέρα. Σε οικτίρω.
Μας ζάλισε ο ήλιος. Πέφτουμε όλοι χάμω. Δεν βλέπω κανέναν.
Είμαι εγώ και κανένας άλλος. Είμαι όλοι οι άλλοι κι όχι εγώ.
Δεν ξέρω τίποτα. Αφήστε με ελεύθερο.
Τα κάγκελα μας βαστούν, με βαστούν.
Δεν ξέρω κανέναν, αφήστε με να φύγω!
Τα κάγκελα – ή κάτι άλλο – πέφτουν βαριά στο σώμα μου, το ξεσκίζουν.
Αίμα δροσερό, καιρό είχαν να γευτούν τα τιμημένα πατώματα
Των φυλακών.
Μερικές φωνές.
Θα φύγω, θα φύγω!
Μα όχι. Σκυλιά γαυγίζουν, οργιάζουν, τρομοκρατούν το λαό.
Εγώ μέσα. Αυτός μέσα. Όλοι, εδώ, μαζί και χώρια.
Μ’ ακούς; Τα χτυπήματα των δακτύλων μου είναι αδύναμα.
Θα σας λιώσω! Τα κάγκελα γελάνε μοχθηρά. Μου ρίχνουν μια ματιά
Με παρατάνε
Απαξιούν ακόμα και να με κοροϊδέψουν.
Πυρετός. Οι παραισθήσεις μου. Σαν άυλα φαντάσματα φεύγουν από κοντά μου.
Κι εγώ μαζί τους αποχωρώ, τραβώντας όσους μπορώ και μπορούν.
Είμαι ακόμα εδώ.
Μέρα τρίτη.
Δυσάρεστη άπνοια.
Ο χρόνος έχει παγώσει.
Κατακεραυνώνουν οι ακτίνες του ήλιου.
Στέκομαι και τις περιμένω
Ακονίζοντας τα αγκάθια μου
Προσμένοντας τη μεγάλη μάχη
Με το αδύνατο.

Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Ο κήπος των κάκτων».

Ο Ιωάννης Λαδάκης γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Έχει ήδη να επιδείξει δύο εκδοτικές απόπειρες: τη βραβευμένη από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών νουβέλα του «Τα ίχνη της καταχνιάς» (2015) και το μυθιστόρημα «Απομόνωση» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΠΗΓΗ τον Ιούλιο του 2019. Και τα δύο κείμενα κινούνται στα όρια μεταξύ φιλοσοφικής εξιστόρησης – αφήγησης και δυστοπίας.