Vertigo / Ακροφοβία
Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, Ταξίαρχος Πυροβολικού, αεροπόρος, μοτοσυκλετιστής, ελικοπτερίστας, γλεντζές, βιβλιοφάγος, παίκτης/ρέκτης, έπασχε από μιαν αλλόκοτη (γι᾽ αυτόν & για το métier/λειτούργημά του) ασθένεια. Ενώ οδηγούσε ανεμόπτερα, αεροσκάφη, ελικόπτερα, μόλις βρισκόταν σε ένα μπαλκόνι (της μητέρας του & γιαγιάς μου, π.χ.) στον δεύτερο όροφο, και μόλις κοιτούσε από το μπαλκόνι προς το οδόστρωμα, τον έλουζε ζεστός και κρύος ιδρώτας, γούρλωναν τα πελώρια γαλάζια μάτια του, αποτραβιόταν, έμπαινε ξανά στο σπίτι, κι εκεί ηρεμούσε. Όταν βρισκόταν στα ουράνια με το ανεμόπτερο, το ελικόπτερο, το αεροσκάφος, δεν είχε κανένα πρόβλημα, απεναντίας μειδούσε και οδηγούσε το πετούμενο άριστα. Διετέλεσε, άλλωστε, διοικητής στην περιλάλητη ΣΑΣ (Σχολή Αεροπορίας Στρατού, που το έμβλημά της ήταν ῾῾Τοῖς τολμώσιν ἡ Τύχη᾽᾽— ασύλληπτα καταστασιακό, έτσι δεν είναι;) και, επίσης διοικητής, στο επίσης περιλάλητο Πρώτο Τάγμα Ελικοπτέρων, στον Βόλο. Μπορούσε άνετα, και χαρωπά, να βρίσκεται χιλιόμετρα πάνω από το Au Revoir ή το Galaxy, αλλά ιλιγγιωνόταν όταν βρισκόταν πέντε μέτρα πάνω από το πεζοδρόμιο της οδού Δεληγιώργη, στο κέντρο των Αθηνών.
Οι δικοί μου ίλιγγοι ήταν άλλου είδους: ποίηση & αλκοόλ. Καμία σχέση με vertigo/ακροφοβία. Μάλλον γειωμένοι ίλιγγοι. Ένα τρελό ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο για τον ρακοσυλλέκτη στιγμών και τον εθνογράφο των δρόμων. Κι ωστόσο! Ένα βράδυ βρίσκομαι στο ενδιαίτημα του αείζωου φίλου μου Θάνου Σταθόπουλου, στον πέμπτο όροφο μιας παλαιάς πολυκατοικίας απέναντι από το στέκι μας, την Ράτκα, και τα λέμε. Χτυπάει το τηλέφωνο, είναι το αμόρε του Θάνου, τα λένε. Από συγκροτημένη διακριτικότητα (καλώς ή κακώς, τυγχάνω γόνος αστών & υψηλόβαθμων στρατιωτικών), παίρνω ταμπακιέρα και Ronson, και βγαίνω στο μπαλκόνι ώστε ο φίλος μου να μιλήσει άνετα με το αμόρε του. Και; Και; Και; Ναι, και; Αίφνης κυριεύομαι από ακροφοβία/υψοφοβία/vertigo. Ιδρώνω, πανικοβάλλομαι, τα κακαρώνω (σχεδόν). Πάνε πάνω από είκοσι έτη, και έκτοτε διαμένω μόνον σε ενδιαιτήματα ισόγεια ή πρώτου ορόφου.
Εδώ και δεκαοχτώ περιπετειώδεις μήνες, μένω στον πιο όμορφο δρόμο του σύμπαντος κόσμου (η Καλλιδρομίου εξαιρείται διότι είναι νήσος, κήπος, όασις, και όχι δρόμος!), και στον δεύτερο όροφο. Λατρεύω το μπαλκονάκι μου, στο οποίο έως τώρα βγαίνω και διαβάζω και γράφω καθημερινώς, διατηρώντας νουνεχώς τις αποστάσεις από το κιγκλίδωμα. Όταν αποτολμώ να σιμώσω λίγο να δω τις νεραντζιές κάτωθέ μου, κυριεύομαι από vertigo, γίνομαι δεσμώτης του ιλίγγου, ιδρώνω. Οι ψυχογενείς ασθένειες είναι μυστηριώδεις. Η δική μου ακροφοβία είναι ίσως κληρονομική. Ενδεχομένως, μολοντούτο, και να οφείλεται στο φρικαλέο γεγονός ότι, εν έτει 1991, πήρα φόρα, γκρέμισα/έσπασα μια μπαλκονόρτα, διέσχισα τη μεγάλη βεράντα μιας (γοητευτικής αλλά ψυχοβγάλτριας ερωμένης μου) και ρίχτηκα στο κενό από τον έκτο όροφο. Ευτυχώς, ο φίλος Π. Τσ., υδροβιολόγος στο επάγγελμα και καταστασιακός στις μεταφράσεις, και δυνατό παιδί, με άδραξε από τον αστράγαλο, και με επανέφερε, από το κενό, και τον θάνατο, στην ακρόαση δίσκων του Neil Young και στο επιτήδευμα της ζωής. Του χρωστάω πολλά. Τα πάντα, μπορείς να πεις.
Τις προάλλες, μεσούντος του Ζόφου & του Εγκλεισμού, το Κόκκινο Ον μού λέει να δούμε παρέα (με απόσταση 400 χιλιομέτρων) το Vertigo του Alfred Hitchcock — συνηθίζουμε να βλέπουμε, με το εν λόγω Κόκκινο Ον, σχεδόν καθημερινώς ταινίες μαζί & να τις σχολιἀζουμε την επαύριον. Θαυμάσια ανταλλαγή καλλιτεχνικών/λογοτεχνικών/κινηματογραφικών απόψεων, σε συνθήκες Γαμησέτα. Δέκα και μισή, βράδυ. James Stewart & Kim Novak & Barbara Bel Geddes, και η ανυπέρβλητη μουσική του Bernard Herrmann. Όπως λένε οι νέοι: Ουάου!!!! Είναι, για μένα, μια από τις ταινίες φετίχ (όπως ο Συμβιβασμός του Καζάν και το Bad Timing του Ρεγκ). Αλλά: οδυνηρή ταινία φετίχ λόγω ακροφοβίας/υψοφοβίας. Ενθαρρυμένος από την παρουσία του Αντρέα Μαντα, δύο ώρες πριν από την προβολή, και από μία γενναία αγχολυτική κατανάλωση οίνου, βάζω στις 22:30 να δώ, παρέα & εξ αποστάσεως, με το ειρημένο Κόκκινο Ον, το αριστούργημα του Hitchcock.
Η εμπειρία είναι λυτρωτική. Βλέπω την ταινία, αισθάνομαι είκοσι, το πολύ είκοσι δύο ετών, βαζω στο πικάπ CSN&Y, ανάβω ένα σιγαρέττο, βγαίνω στο μπαλκόνι και, για πρώτη φορά, σκύβω και οσφραίνομαι τις νεραντζιές, για πρώτη φορά δεν αισθάνομαι δεσμώτης του ιλίγγου, για πρώτη φορά νιώθω free to stay & όχι free to go, για πρώτη φορά αγαπάω τον μπαμπά μου απεριόριστα και τον ευγνωμονώ για όσα μου δίδαξε (σε άλλο επεισόδιο θα μιλήσω γι᾽ αυτά), για πρώτη φορά γίνομαι ένα τσουνάμι πάθους/πόθου που κατακλύζει τον κόσμο τον σύμπαντα και φτάνει στο κατώφλι Εκείνης που αξίζει να λατρευτεί όσο δεν λατρεύτηκε ποτέ κοπέλα.
Ξημερώνει. Πάντα θα ξημερώνει στην Κυψέλη.
Ο Έρως είναι Ακαριαίος και Αιώνιος.
Πάντα θα είναι Ακαριαίος και Αιώνιος ο Έρωτας στην Κυψέλη.
Γεμίζω με Diplomatico το ποτήρι μου.
Πάντα θα γεμίζω με Diplomatico το ποτήρι μου.
Είμαι λυτρωμένος από την ακροφοβία, είμαι ερωτευμένος.
Πάντα θα είμαι ερωτευμένος στην Κυψέλη.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Κυψέλη, 14.04.2020
Tips:
- Hitchcock / Vertigo: https://www.youtube.com/watch?v=Z5jvQwwHQNY
- Λένα / Κυψέλη: https://www.youtube.com/watch?v=5fwZsRa50rA
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.