14 Απριλίου
Μέρα Εικοστή
Και τώρα ξημερώνει.
Το τηλέφωνο, χτύπησε γύρω στις πέντε το πρωί.
Πάνω, έγραφε, ότι η κλήση έγινε από την Ρωσία. Δεν πρόλαβα να το σηκώσω ή το έκλεισαν αμέσως;
Σκέφτομαι πολύ τον Mayakovsky, αυτές τις μέρες. Όλα αυτά τα παιδιά που ξυρίζουν τα κεφάλια τους, θα ήθελα να πάω να τους ψιθυρίσω στο αυτί : Δεν ξυρίζεις το κεφάλι σου, αν δεν είσαι Mayakovsky.
Ποιος να με πήρε στις πέντε το πρωί;
Από πού έγινε αυτό το τηλεφώνημα;
Κάποιος χτύπησε και χάθηκε.
Περιμένουμε κάποιον να μας μάθει πως θα γίνει ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι.
Θα αφήσω την μοναξιά των λέξεων, ειδικά τώρα που βρέθηκε νεκρός και ο τελευταίος σπουδαίος ανθρωποφύλακας.
Το χέρι μου ωστόσο φτάνει, και πιάνει το πρώτο άσπρο που φεγγίζει : μια Μαργαρίτα!
Και προσεύχομαι.
Στο όνομα σου.
Στο όνομα εκείνης που με γέννησε.
Στο όνομα εκείνων που μ’ αγαπούν.
Σου προσεύχομαι.
Να μην είναι με μεσάνυχτα άπειρα οι νύχτες αυτές.
Homo Loquax.
Ποιος θα διώξει αυτή την πυρηνική θύελλα που μας έχει σαρώσει;
Η μητέρα μου, τις τελευταίες ημέρες, είναι σαν την Laura Betti, στο ‘Θεώρημα’.
Ένας τοίχος, τα δυο μας δωμάτια χωρίζει, με κρυστάλλινο φράγμα.
Κάθε βράδυ, σκύβω σ’ αυτό το πηγάδι, που από το βάθος του μετριέται η συνείδησή μου.
Πρίν από εφτά χρόνια, την ίδια μέρα, διάβαζα το ‘The Ragged – Trousered Philanthropists, του Robert Tressell.
Είδα από δύο φορές το Poor Cow και το Brief Encounter, και άκουγα μανιωδώς το Arabesque No1, του Debussy, καθώς και το Third Stream Music των Modern Jazz Quartet.
Α! Και να μην ξεχάσω το Fresh, των Sly & the Family Stone.
Πριν από πέντε χρόνια, έφυγε, o Percy Sledge.
Εκείνη λυπήθηκε.
Ένας ορίζοντας παράξενος κρέμονταν ήδη πάνω από τα βουνά.
Μιλούσα από τότε για κορφές και για χρυσά σκοινιά.
Οι ποιητές, δεν έχουν ήθος, φίλε μου.
Έχουν αγωνία, αλλά ποτέ φόβο, έλεγε ο Καρούζος.
Ο Ε.Χ. Γονατάς, γελούσε και έκλαιγε βγάζοντας άναρθρες κραυγές, όπως τ’ αγρίμια.
Είναι συνάδελφοι με τον Δαυίδ, όπως θα έλεγε ο Δάλλας.
Ακούστε, λέει, ο Λάγιος, και χωθείτε ακόμη πιο βαθειά στο ασφαλισμένο λογικό σας, γιατί έπεται να ειπωθεί ο σπαραγμός του στρεβλωμένου, που τριγυρνάει ξερνώντας αποσπάσματα προτάσεων και κάθε τόσο μανιασμένος κοπανά τσακίζοντας και αιματώνοντας τ’ αρσενικά του μέλη, στους παγερά αδιάφορους τοίχους.
Υπάρχει όμως φωτιά κάτω από το ντιβάνι που όλο μεγαλώνει, σημειώνει ο Κοντός.
Ο Χρονάς φωνάζει, μην προσβάλλετε τη μνήμη των ζωντανών για τους νεκρούς σας.
Του λέω, Γιώργο, η κυβέρνηση ελέγχει ακόμα την κατάσταση.
Να μου γράφεις. Ισχύει η παλιά μου διεύθυνση.
Ο φίλος μου, ο Μελιτάς, μου λέει, ίπτασαι κύριο – λεκτικά.
Μα, του λέω, εσύ δεν είπες ότι η Άνοιξη, δεν μένει πια εδώ;
Και τί δεν θα δώσουμε για μια σταγόνα αίμα !
Θα δώσουμε!
Με την ελπίδα
Με την ελπίδα, να προχωρήσουμε πέρα απ’ το σύνορο που χάραξε η μοίρα.
Με τον Ίκαρο, έχουμε να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι σήμερα.
Κ όπως είπε κ ο Αναγνωστάκης, μονάχα τον τρελό μας θα κρατήσουμε, που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει.
Εκεί πηγαίνουμε κ εμείς.
*Ο Αντρέας Μαντάς είναι Ηθοποιός και Καταστασιακός.