[Αύγουστος]
Στο ερημωμένο κοιμητήρι τα τζιτζίκια
παρηγορούν τα κυπαρίσσια κι οι νεκροί
στήνουν αυτί, κάτω απ’ τις ρίζες.
Στον ορίζοντα μαύρα πανιά, αδειανό τ’ ακρωτήρι.
Απέραντο πέπλο απλωμένο ο ήλιος –
δέρμα της θάλασσας·
το φιλούν τ’ αρμυρίκια,
το μορφώνει το κύμα,
το τυλίγει η νυχτιά μες στου κόσμου τ’ αμπάρι,
κι από κει αναβαίνει λαμπρό, στο ουράνιο βήμα,
το φεγγάρι.
[Σεπτέμβρης]
Ξαπλώνει ο ήλιος
μες στη θράκα του ορίζοντα –
δειλινό του Σεπτέμβρη.
Σταλάζουν πια ανάλαφρα τα φύλλα της συκιάς,
έκλεψ’ η βροχή την πεταλούδα,
ένα καράβι φεύγει·
στ’ απόνερά του είδωλα χαράς, φιλιά του Ιούδα.
Την πόρτα κλείνει ο αέρας.
Σαν σύννεφα μαζώχτηκαν στα γνώριμά τους μέρη
ξένοι και δικοί, στο τέλος της ημέρας,
το τελευταίο πίνοντας εφετινό κρασί.
Θυμάται άραγε κανείς το καλοκαίρι;
[Οκτώβρης]
Κουρασμένα πι’ αφήνονται όλα, γυμνά
στη φθορά, στη σαπίλα
που θα έρθει γλυκιά σαν βροχή,
σαν υπνάκος μετά από το γιόμα.
Θα έρθει αργά,
καθώς βαδίζει μες στο πάρκο μια ψυχή
κάτω απ’ τις λεύκες μόνη
και γύρω της θα ρίχνονται, απ’ τα κλαδιά,
κιτρινισμένα φύλλα,
για να τα βρει, – αχ, τι καημός–
σκουπίδια πια, το χώμα.
Όλο και πιο συχνά χαλνάει ο καιρός·
κι η νύχτα μεγαλώνει.
[Νοέμβρης]
Της λίμνης δίνει ο ουρανός και χρώμα και λατρεία –
εκεί μέσα αγαπά το είδωλό του·
κυανός και σταχτής,
καταπέμπει κεκλιμένους κίονες φωτός –
διαπερνούνε τις στοές της συννεφιάς,
πέφτουν πάνω στα νερά της.
Κι εκεί στο αίθριο της περίστυλου αυλής,
μες στη μουντή αυτή μέρα,
ενός σμήνους πουλιών ο χορός, σα μιαν άλλη Πυθία,
ξετυλίγεται με χάρη κι ομορφιά στον νοτισμένο αέρα
φτιάχνοντας σχήματα-σήματα,
υφαίνοντας χρησμό.
Μα είναι τούτη η γλώσσα παλαιή κι εξορισμένη,
και να τον ερμηνέψει τώρα, ποιος;
[Δεκέμβρης]
Ψηλοί ψηλοί καλόγεροι σηκώνοντ’ απ’ τις στέγες,
κουκλώνουνε την εκκλησιά, τους διώχνει η καμπάνα.
Εδώθε είναι άνθρωπος, φωτιά και παραγώνι.
Γιομάτα κόκκινο κρασί τα χαμηλά ποτήρια,
ζεστό κι αχνίζει το φαΐ στο ξύλινο τραπέζι –
με τα χρυσά χεράκια της το έφτιασε η μάνα.
Παίζει ο μπαμπάς τον ταμπουρά και ο παππούς τ’ αγγόνι.
Έξω αλυχτάνε τα σκυλιά· ο ήλιος τρεμοπαίζει
και της αδέσποτης νυχτιάς όλο ζητάει χατίρια·
λυγάει εκείνη κι έρχεται, τ’ αστέρια φορτωμένη.
[Γενάρης]
Άφαντο απόψε το φεγγάρι.
Μαυροντυμένος βασιλιάς
–μαύρο το στέμμα που φορεί–
βγαίνει απ’ τη ρίζα της νυχτιάς,
κρατά σφιχτά το χαλινάρι,
δίνει τ’ αλόγου του φτερνιά
και προχωρεί.
Ροβολά και κτυπάν οι οπλές σαν καλπάζει
και ξωπίσω του αφήνει μακρύ κουρνιαχτό…
Φτάνει κουρσάρος στο χωριό,
βρίσκει καλύβι και κοπιάζει.
«Έρθεν η ώρα, γέροντα,
σήκω να πάμε σπίτι».
Κρύβει τ’ αστέρια η συννεφιά.
Καβάλα παν και χάνονται –
σκιές μες στη σκιά.
Ο Στράτος Κιαπίδης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει ανθολογήσει και μεταφράσει την ποιητική συλλογή «Βρετανοί Ποιητές του Μεγάλου Πολέμου» (Εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018) και «Το Κοράκι» του E.A. Poe (Εκδ. Φεγγίτης<https://www.facebook.com/feggitis/?modal=admin_todo_tour>, 2020). Ποιήματα και κείμενά του υπάρχουν σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδυκτίου. Τα παρόντα ποιήματα αποτελούν μέρος της πρώτης του υπό έκδοσης ποιητικής συλλογής «Μήνες».