3 Απριλίου
Μέρα Ένατη
Είναι πέντε το πρωί. Ο Fred Neil, μου λέει : This old world will never change the way it’s been | and all the ways of war won’t change it back again | I’ve been out searchin’ for the dolphin in the sea
Μου έχει κολλήσει έντονα η εικόνα της Αφροαμερικανίδας να με κοιτάζει με τα μάτια – πουλιά της, σε ένα στενό μονοπάτι, κάπου κοντά στην Πλ. Αμερικής. Την ώρα που διασταυρώθηκαν οι ματιές μας, ένιωσα τέτοιο ηλεκτρισμό και η συγκίνηση ήταν τέτοια, που μόνο από τον ήχο της κιθάρας του Edie Hazel, έχω νιώσει. Ήθελα να της ψιθυρίσω (της το ψιθυρίζω ακόμη), την πρώτη ατάκα που μου ήρθε στο μυαλό, και ήταν στα αγγλικά :
See
How
A
White
Negro
Flies
Τούτο το στενό – στενό μονοπάτι, ποιος να το πρωτοχάραξε;
Ο άνθρωπος, εκείνος, που πρίν δεν είχε έρθει κανένας άλλος από εδώ. Δεν ήταν μονοπάτι πριν απ’ αυτόν.
Το δυσκολότερο αυτές τις μέρες λέω, είναι να βρεθεί το μέρος. Το μέρος, που δεν θα ανήκει σε κανέναν.
Θυμάμαι, μια φορά, παιδάκι, την γυναίκα, που στεκόταν σε μια στάση και βρεχόταν, περιμένοντας το λεωφορείο.
Ήμουν δέκα χρονών. Της προσφέρθηκα να’ ρθει και να σταθεί κάτω από την ομπρέλα μου, αυτή όμως μου αποκρίθηκε, όχι ευχαριστώ μικρέ μου.
Έκλεισα τότε και γω την ομπρέλα μου και στεκόμουν.
Έτσι δε θα βρέχεται μόνο αυτή, συλλογίστηκα.
Τί να κάνει αυτή η γυναίκα;
Ποιά είναι;
Πώς ζει;
Ζεί;
Είμαι σαν τους νοσταλγούς του Knut Hamsun.
Το ‘ψάρεμα’, έρχεται και παρέχεται σαν λάιτ – μοτίβ, στην άκρη της πένας του Μπαμπασάκη.
Ο Ίκαρος, ξέρει πολύ καλά την ανατρεπτική δύναμη του γέλιου, της διακωμώδησης, της παρωδίας.
Τη χρησιμοποιεί τη δύναμη αυτή με το πάθος ενός άγγελου εξολοθρευτή.
Βρίσκει την απόλυτη ελευθερία του, στην πράξη της ανατροπής.
Έχουμε ξανάρθει κοντά το τελευταίο διάστημα.
Τον αγαπάω.
Όπως και αγαπάω τα άλματα της αφήγησής του, που σπαράζουν από τα βιώματά του και τις φαντασιώσεις του.
Οι άνθρωποι είναι σαν ρέματα.
Σκέφτομαι, ότι είναι ωραίο να δίνεις ονόματα στα ρέματα, λες και είναι άνθρωποι, κι έπειτα να τ’ ακολουθείς για λίγο, βλέποντας τί έχουν να σου προσφέρουν, τί ξέρουν και πώς έχουν εξελιχθεί.
Οι δύο φίλοι τις τελευταίες ημέρες, αγγίζουν τη ράχη μιας τριμμένης έκδοσης των αδελφών Καραμάζοφ.
Ξεχνάς, λέει ο Ίκαρος, είμαι συγγραφέας, και οι μούσες είναι οι κόρες της μνημοσύνης.
Και ο θεός τους;
Ο θεός, δεν είναι αδελφός τους, του απάντησα. Ο θεός δεν είναι γιος της μνημοσύνης. Είναι ο γιός της άμεσης εμπειρίας.
Ίσως το πρόβλημα είναι να ερωτευτείς τον Θεό, είπε ο Ίκαρος.
Πάλι σκέφτομαι τα μάτια της Αφροαμερικανίδας.
Νιώθω σαν τον Whity.
So much tenderness, τραγουδάει ο Gunther Kaufman.
Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να σου τραγουδήσω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, τον στίχο του Vysotsky:
Ποια μέρα της βδομάδας και ποια ώρα
Θα έρθεις να με βρεις προσεκτικά,
Να σε πάρω να σε πάω στα χέρια
Εκεί απ’όπου να φύγεις δεν θα μπορείς;
Πάω ξανά για ύπνο.
*Ο Αντρέας Μαντάς είναι Ηθοποιός και Καταστασιακός.