Μια μαγιάτικη Δευτέρα
μια Δευτέρα της Ιουλίας ή της Ελένης
ένα πρωινό πιο ρόδινο απ’ τα χέρια της Αυγής
το άδειο παγκάκι της πλατείας
των ασώματων θλίψεων
που σκάλισε μια πλανόδια αρτίστα
με φεγγάρια και χασίς το’ 93
θα γεμίσει ξανά
Με χέρια μπουκέτα από γεράνια στολίδια
που κάθισαν την αρχοντιά τους
στο ηλικιωμένο πέτο
Με γεύση πρώτου καλοκαιρινού παγωτού
σε χείλια που δε μίλησαν
για δύση
Με ψιλή κουβέντα για τον καιρό
ή με πολιτική αψιμαχία
-μα πιο πολύ-
Με κουρασμένους χορευτές
δέκα κι άλλους δέκα
που γύρω από συρτό χορό
απόκαμαν τη φούρια τους
αφήνοντας το φως να λούσει το κορμί τους
με το γιατρικό της περασμένης λύπης
Και έτσι βρεγμένοι
με τα πάθη και τα φιλήματα
μετρημένα στα βήματά τους
να στεγνώσουν απ’ τη θέρμη
χέρι με το χέρι
πιασμένοι