Φως κόκκινο
στην άκρη του δρόμου τρεμοπαίζει
κάτω από τις δρασκελιές
του ξυλοπόδαρου
Σκοντάφτει ο αέρας
πάνω στη μαργαρίτα
που τρέχει να ξεφύγει
απ’ την οργισμένη λίμπιντο
του δωδεκάχρονου ήλιου
Δείλιασε και σήμερα
να πετάξει
προς τον Βέγα
Πικραίνομαι όταν
το βασίλεμα γεννιέται
με ρόδα περασμένα στο λαιμό του
και την πληρωμή του
πάνω από τα κεφάλια των μασκαράδων
Μα βάστηξαν τα ρόδα
κρυφά
ως την αυγή
να τα χαρίσουν στον τυφλό ποιητή
να ‘χει και το ξημέρωμα
μιαν αιτία
για να ζήσει