Ο ίλιγγος από την μανούβρα του ελικοφόρου έφερε μια δυσάρεστη μεταλλική γεύση στο στόμα μου. Δεν ήταν η πρώτη μου προσγείωση, ήταν όμως η πρώτη φορά που την πικρή αυτή γεύση, ακολούθησε ένα δεύτερο ερέθισμα μνήμης, μια παιδική ανάμνηση, από εκείνες που φωλιάζουν σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού και μόνο τους σκοπό έχουν να μας ξαφνιάσουν κάποτε αναδυόμενες στο φως του ώριμου εαυτού μας. Θυμήθηκα το αυγουστιάτικο, εποχικό λούνα παρκ της πόλης μου και την μεγάλη ατραξιόν του, μια μεγάλη φωταγωγημένη κατασκευή, την Ιπτάμενη Βάρκα. Ένα πολυδιαφημισμένο κόκκινο σκαρί που χωρούσε μετά βίας 6 παιδιά και ταξίδευε με κίνηση εκκρεμούς, αιωρούμενο πάνω σε δυο κάθετα μεταλλικά υποστυλώματα. Η κίνηση της βάρκας διέγραφε ένα φωτεινό τόξο στην νύχτα και προκαλούσε την ίδια μεταλλική γεύση ιλίγγου στους μικρούς της ταξιδιώτες. Μικρός επιβάτης κι εγώ, ένιωθα στον αυχένα μου την πορεία της βάρκας προς τον ουρανό και την πτώση που, με την σειρά της, με οδηγούσε πάλι στο ζενίθ του. Το χέρι του αδερφού μου στο χέρι μου. Ο αέρας της βάρκας χτυπούσε ρυθμικά μια στο πρόσωπο και μια στον σβέρκο και ανακάτευε τα γέλια μας με μια πρόσκαιρη αίσθηση ζάλης και πανικού. Όταν το ταξίδι τελείωνε, εκείνη η γεύση παρέμενε στην βάρκα.
Το αργόσυρτο σφύριγμα από την επαφή ρόδας και εδάφους με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ταξίδι μιας μέρας.
Προχωρούσα κατά μήκος του χώρου αναμονής του “Δημόκριτος” με κατεύθυνση την έξοδο όταν παρατήρησα τις νέες αφίσες του ΕΟΤ κρεμασμένες στους τοίχους των εκδοτηρίων. Σαν κάθετες κλεψύδρες οι αμμονησίδες του Έβρου, οι παγωμένοι καλαμώνες, η Δαδιά.
Ασυναίσθητα το χέρι μου ανοίγει το μπλε επαγγελματικό ημερολόγιο:
“11:00 πμ: Κράτηση Hotel “Ε” Δωμάτιο 3ου ορόφου με θέα την απλωταριά του λιμανιού και τα πλοία της Σαμοθράκης.”
“2:00 μμ: Συνάντηση με τον Π. για διακανονισμό χρέους και νέα παραγγελία. Προτεραιότητα η αποπληρωμή του χρέους. Ο Π. χρωστάει παντού. Αντιμετωπίζει προσωπικά και ψυχολογικά προβλήματα.”
“5:00 μμ: Συνέντευξη των δύο τελικών υποψηφίων για την, κενή πλέον, θέση Area Manager. Ο προηγούμενος παραιτήθηκε από “ευθιξία και αξιοπρέπεια” όπως δήλωνε εδώ κι εκεί. Εκ των δύο νέων υποψηφίων, ο πρώτος έχει πολλές γνωριμίες και επισημάνσεις τρίτων στο βιογραφικό του…”
Η ράχη αυτού του ημερολογίου είναι φορτωμένη με άσχετες περιττές λεπτομέρειες, γεμάτες εμμονή σε ζητήματα που δεν βοήθησαν ποτέ.
Τί με ένοιαζαν τα προβλήματα του Π;
Η απλωταριά του λιμανιού;
Οι γνωριμίες του πρώτου υποψηφίου;
Όσο κι αν προσπαθώ να δώσω προσωπικό τόνο στις σημειώσεις μου, δεν παύουν να είναι ασήμαντες επαγγελματικές λίστες.
“Χάρης-6970696…”
Ένα όνομα κι ένα τηλέφωνο στην κορυφή της σελίδας του τετραδίου. Πάνω από την θλιβερή ιστορία του κυρίου Π. Πάνω κι απ’ το ψευτοδίλημμα των υποψηφίων. Ήταν το τηλέφωνο του Χάρη, του οδηγού που είχα χρησιμοποιήσει και τις προηγούμενες φορές που επισκέφτηκα την Θράκη. Ο Χάρης ήταν ένα πειρατικό ταξί, που μίσθωνε η, ευυπόληπτη κατά τ’ άλλα, εταιρεία μου για να μειώνει τα έξοδα μετακίνησης. Θα ερχόταν, όπως πάντα τελευταίος, ώστε να μην γίνει αντιληπτός από οδηγούς ταξί με αμφίβολες διαθέσεις απέναντι σε “αδέσποτους” όπως αυτός.
Με είχε ήδη ειδοποιήσει ότι ήταν καθοδόν. Όσο τον περίμενα παρατηρούσα τον δρόμο μπροστά στην έξοδο του αεροδρομίου.
Γνώριμο τοπίο.
Αριστερά η Αλεξανδρούπολη, το παράρτημα, ο κύριος Π, και οι δύο υποψήφιοι. Δεξιά, το άγνωστο υδάτινο σύνορο, η ανατολική πορεία, το δέλτα.
Σε ταξίδια που το πρόγραμμα στην Θράκη ήταν πιο χαλαρό, αναρωτιόμουν συχνά για το δέλτα του ποταμού και την αλλόκοτη ιδέα των ανθρώπων να διαχωρίζουν μόνιμα δύο τόπους χρησιμοποιώντας κάτι τόσο ευμετάβλητο όσο ένα ποτάμι. Όλα αυτά βέβαια, έχοντας μια ελαφριά φιλοσοφική διάθεση και έναν αφελή, κατά τ’ άλλα, συλλογισμό με τελικό αποδέκτη τον εαυτό μου.
Μερικά ταξί αναχώρησαν φορτωμένα για Αλεξανδρούπολη, ενώ δύο στρατονόμοι στοίβαζαν νεοφερμένους Αθηναίους σε μια καναδέζα. Είδα το κόκκινο τζιπάκι του Χάρη να έρχεται προς το μέρος μου. Μόλις σταμάτησε και με είδε να μην κουβαλάω αποσκευές, βγήκε και στάθηκε όρθιος μπροστά στην πόρτα του οδηγού.
-Τόσα χιλιόμετρα για μια μέρα στον Έβρο, κύριε Νίκο;
-Και πολύ είναι, Χάρη.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε δυτικά για Αλεξανδρούπολη. Ο Χάρης φαινόταν όλο και πιο γερασμένος, Ο πληθυντικός που επέλεγε να μου μιλάει κάθε φορά που με συναντούσε με ξένιζε. Ήταν μεγαλύτερος μου αρκετά χρόνια και είχε μάθει να συμπεριφέρεται με ευγένεια και αβρότητα παρόλο που ήταν άνθρωπος της πιάτσας. Δεν γνώριζα πολλά γι’ αυτόν εκτός απ’ την, σχετικά πρόσφατη, απώλεια της γυναίκας του.
-Με συγχωρείτε που άργησα όμως με σταμάτησε η δασική υπηρεσία για έλεγχο.
-Τί έλεγχο ;
-Θα με πέρασαν για κυνηγό και ήθελαν να δουν αν κουβαλάω μολύβδινα σκάγια. Μολύνουν, λένε, το δέλτα του ποταμού στο κυνήγι της πάπιας.
Και συνέχισε, θέλοντας να δώσει επίσημο τόνο στο περιστατικό,
-Λες κι εδώ που έχουμε φτάσει φταίνε τα μολυβένια σκάγια των κυνηγών. Όλη η νεολαία της πόλης τριγυρνά σαν χαμένη. Ανεργία. Έχετε ανεργία στην Αθήνα;
-Έχουμε, του αποκρίθηκα απρόθυμα, μην θέλοντας να ακολουθήσει πολιτική διάλεξη,
-Ε, τότε θα το γνωρίζετε πως όταν η οικονομική κρίση…
Ο Χάρης άρχισε τότε έναν από τους γνωστούς μονολόγους περί οικονομικής κρίσης, φτώχειας λιτότητας κτλ. που συνηθίζονται αρκετά στις μέρες μας. Η αλήθεια είναι πως είχα πάψει να τον ακούω. Σκεφτόμουν την δουλειά που με περίμενε στην πόλη αλλά και εκείνη την ανατολική πορεία στον Έβρο που δεν έκανα ποτέ. Ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου για κάμποσα λεπτά, όταν με επανέφερε στην συζήτηση μια ξαφνική αλλαγή στην χροιά της φωνής του.
Είχε γίνει χαμηλόφωνη και φορτισμένη. Τα λόγια του έβγαιναν με την δυσκολία ενός ανθρώπου που δυσκολεύεται ν’ αναπνεύσει. Είχε αλλάξει θέμα. Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι μετά την οικονομική κρίση, την λιτότητα και την ανεργία, μιλούσε πλέον για την πιθανότητα να απομείνει ο ίδιος εντελώς μόνος στην Αλεξανδρούπολη αφού ο γιος του σκόπευε να φύγει στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας. Ο Χάρης είχε αρχίσει, χωρίς αιτία, να λέει σε κάποιον ξένο, όπως εμένα, τις πιο μύχιες ανησυχίες του!
-Είναι ο μόνος άνθρωπος που έχω, μου είπε προσπαθώντας να κρύψει με μια αμήχανη γκριμάτσα τα χείλη του που έτρεμαν.
Ήμουν τόσο αφηρημένος στην αρχή της συζήτησης που δεν κατάλαβα πως έφτασε σε τέτοιο σημείο συναισθηματικής φόρτισης.
Προσπάθησα ωστόσο να μετέχω κάπως ώστε να τον καθησυχάσω μέχρι το τέλος της διαδρομής.
-Χάρη, θα πρέπει να αποδεχτείς όποια απόφαση κι αν πάρει ο γιός σου. Είναι δικαίωμα του να επιλέξει ο, τι θεωρεί καλύτερο για τον ίδιο.
-Κύριε Νίκο, μού είπε πως σήμερα έχει μια συνέντευξη για δουλειά. Ήταν κατηγορηματικός πως είναι η τελευταία του προσπάθεια στην Ελλάδα. Αν το αποτέλεσμα προκύψει αρνητικό, θα φύγει! Ξέρω πως είναι εγωιστικό να απαιτεί ένας πατέρας την παρουσία των παιδιών στην ζωή του, ειδικά όταν η απουσία τους είναι αυτή που τα κάνει ευτυχισμένα. Έχω όμως κι εγώ το δικαίωμα να νιώθω μόνος.
(Μόνος)
Ο Χάρης φαινόταν να παραληρεί. Δεν μπορούσα να του πω κάτι άλλο. Του έκανα μόνο κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με την ώρα και τον τόπο συνέντευξης και με έκπληξη διαπίστωσα ότι ο γιος του ήταν ο ένας εκ των δύο υποψηφίων Area Manager της εταιρείας μου. Μάλλον αυτός που δεν είχε τις γνωριμίες.
Δεν του φανέρωσα ότι η συνέντευξη, η παραμονή του γιού του στην Ελλάδα, ακόμα και η μοναξιά του, περνούσε απ’ το χέρι μου. Δεν λυπήθηκα τον Χάρη, ούτε τον γιο του.
Ίσως και να φρόντιζα γι’ αυτούς. Άρχισα για κάποιο λόγο να λυπάμαι τον εαυτό μου.
Ένιωσα ξαφνικά αποπροσανατολισμό, να χάνω το στίγμα μου όχι μόνο σε αυτό το κομμάτι γης, αλλά και στον χρόνο, στην ζωή μου ολόκληρη. Θυμήθηκα πάλι την Ιπτάμενη Βάρκα εκείνου του λούνα παρκ. Βρήκα τον εαυτό μου παγωμένο στην μόνιμη πτώση της. Ακίνητο.
Στον ουρανό, στον χρόνο, στον εαυτό.
Προλάβαινα. Είπα στον Χάρη να κάνει αναστροφή.
* * *
Ο Γιάννης Κάλλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985. Σπούδασε κοινωνική ανθρωπολογία στο Πάντειο πανεπιστήμιο ενώ παράλληλα δημιούργησε το διαδικτυακό περιοδικό anthropologia.gr με αντικείμενο την επιτόπια ανθρωπολογική έρευνα και τον εθνογραφικό κινηματογράφο. Aσχολείται κυρίως με τις μικρότερες φόρμες γραπτού λόγου (διήγημα, παραμύθι, ποίηση-χαϊκού, χρονογράφημα). Διηγήματα του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Φρέαρ, Fractal).