Γιάννης Δενδρινός | Λιπαρά

© Israëlis Bidermanas

Στις πέντε ακριβώς, ο Λεωνίδας Τσαμάγκος χτύπησε την κάρτα του. Βγήκε στο δρόμο και πριν προλάβει να σηκώσει τους γιακάδες απ’ το παλτό, μια ριπή παγωμένου αέρα έδειρε τον παχύ του σβέρκο. Κοίταξε για λίγο τον μεταλλικό ουρανό που εγκυμονούσε βροχή κι αμέσως κίνησε με τα πόδια για το σπίτι.

Διέσχισε βιαστικά το πάρκο δίπλα από το Βυζαντινό Μουσείο. Κοντοστάθηκε μόνο όταν είδε δυο παιδιά, ένα αγόρι γύρω στα δεκάξι κι ένα κορίτσι λίγο μικρότερο, να σφιχταγκαλιάζονται κάτω από ένα δέντρο που έσταζε υγρασία. Μόλις τον αντιλήφθηκαν να τους κοιτάζει, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μάτια μισόκλειστα, λες και δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει, γύρισαν την πλάτη τους κι έφυγαν.  

Μπαίνοντας στη Σπύρου Μερκούρη, αντίκρισε από μακριά μια αγέλη ανθρώπων. Σκυφτοί σε κύκλο, σαν σε αρχαία τελετή. Καθώς πέρασε από δίπλα, διέκρινε με την άκρη του ματιού το σφάγιο της θυσίας, χυμένο στο βωμό του πεζοδρομίου: μια γυναίκα απροσδιορίστου ηλικίας, υπερβολικά αδύναμη, με μαλλιά θύσανο και δέρμα κίτρινο της ώχρας. Ο μπλε φάρος του ασθενοφόρου γυρόφερνε άφωνος.

Ύστερα έστριψε δεξιά κι ανέβηκε τη μικρή ανηφόρα που οδηγούσε στο σπίτι του. Σπρώχνοντας τη βαριά πόρτα, στην είσοδο της πολυκατοικίας, νόμισε για μια στιγμή ότι άκουσε έναν ψίθυρο. Σαν κάποιος να του μίλησε. Γύρισε, αλλά στο δρόμο δεν ήταν κανείς. Ερημιά. Μια γάτα είχε σκαρφαλώσει και φιδοσερνότανε στα μουσκεμένα κλωνάρια της νεραντζιάς. Πίσω από το φύλλωμα δυο γκρίζα μάτια τον κοίταξαν φοβισμένα. 

Όταν μπήκε στο διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου, η οθόνη της τηλεόρασης τρεμόπαιζε, σπάζοντας με φωτεινές εξάρσεις το απόλυτο του μαύρου σκοταδιού. Στο βάθος, τυλίγονταν στις σκιές οι ανάγλυφες φιγούρες της  γυναίκας και του γιού του. Αυτός είχε απλωμένα τα γυμνά του πόδια στο γυάλινο τραπέζι, δίπλα από άδεια κουτάκια μπύρας κι ένα ανοιχτό κουτί με υπολείμματα πίτσας. Τα πρόσωπά τους φέγγιζαν.

Δεν μίλησε. Πέρασε από πίσω τους, γρήγορα και διακριτικά. Όπως η άχρηστη, φευγαλέα σκέψη.

Πηγαίνοντας κατευθείαν στην κουζίνα, είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Σαν να ‘ταν κάποιος άλλος. Πίσω του πρόβαλε κι αυτή. Τον κοίταζε πάνω απ’ τους ώμους της, καθώς είχε σκύψει να αγκαλιάσει την παιδική πλάτη. Του χαμογέλασε. Ή έτσι, τέλος πάντων, νόμισε.  

Άνοιξε το ντουλάπι, κατέβασε με δυσκολία μια κονσέρβα απ’ το ψηλότερο ράφι και, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς περιέχει, την έφαγε όρθιος με δυο στροφές της γλώσσας. Ύστερα κάθισε σε μια καρέκλα, ακούμπησε με τον αγκώνα στο τραπέζι κι άφησε το βλέμμα του να πλανιέται ένα γύρο σ’ όλα τα μικροπράγματα. Στα μάτια της ηλεκτρικής κουζίνας, στα μοτίβα που σχημάτιζαν τα νερά πάνω στα πλακάκια, στα σάπια λεμόνια, στη σταγόνα που κάθε τόσο εγκατέλειπε  το στόμιο της βρύσης. Ήθελε ν’ αποφύγει πάση θυσία το χάρτινο σημείωμα, πάνω στο ψυγείο, που ‘χε κιτρινίσει από το χρόνο.  Δεν μπόρεσε. Κι αυτό το βράδυ, εκεί καρφώθηκε η ματιά του. Θα πήγαινε, λέει, να πάρει το παιδί από το σχολείο.

* * *


Ο Γιάννης Δενδρινός γεννήθηκε στην Ιθάκη και ζει στην Αθήνα. Μηχανικός ΕΜΠ, έχει σπουδάσει ακόμη οικονομικές και πολιτικές επιστήμες. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες.