Μες στην ηγεμονία
Της
Τέχνης της
Τσαρούχης
Πλησίαζε το τέλος όλων των καλοκαιριών του κόσμου. Οι ωραίες νύχτες και οι δρόμοι του φεγγαριού, όλα δίχως εξαίρεση χάνονταν. Η φωνή του είχε κιόλας σπάσει, μια αφάνταστη αρκαδική εποχή, δίχως χρόνια, τους κύκλωνε.
[Κατερίνα πότε θα έρθεις; Ήσουν τραγούδι θυμάσαι; Ώσπου έκλαψες και όλα έγιναν ανθρώπινα. Πότε θα έρθεις Κατερίνα; ]
Και όλοι οι όρκοι που λύθηκαν και τα μαλλιά της που χιμούσαν στους ώμους της και το κυνήγι των φεγγαριών που κάθε τέτοια εποχή μαίνεται σε όλες τις όχθες αυτού του κόσμου, ράγισαν τούτη την γωνιά. Μονάχη της, μες στην ατμόσφαιρά του έρωτα και του θανάτου, η Κατερίνα άφησε την κορδέλα της να χορέψει μες στον άνεμο.
Μισή νερένια, μισή, λέει ανθρώπινη, μια αυλή με αετώματα, περιστύλια και γέρικους φοίνικες.
Με μια μελαγχολία φίνα και ανδρική και με ηρωισμό γεμάτο στοχασμό, εκείνος χαιρέτισε το σώμα της το βυζαντινό που χανόταν.
[Κατερίνα πότε θα έρθεις; Θα ’σαι δροσιά πάνω στα χέρια μου ή το ωραίο αμφιθέατρο με τις σωσμένες πέτρες, όταν θα έρθεις Κατερίνα.]
Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Πλανήθηκε στιγμιαία στο στερέωμα με μια προβολή σχεδόν μυθική. Έπειτα χάθηκε και ίσως μες στο διάβα των αιώνων να φανεί ξανά με ένα ουρλιαχτό. Ζωγραφισμένη πάντα με το αφάνταστο παρουσιαστικό της Αρετούσας των μαχαλάδων.
Πάνε χρόνια που δεν γύρισε.
Είπαν πως την είδαν
Πέρα στα νησιά
Να χορεύει μες στους ρυθμούς
Δωρική σαν σύμβολο.
Τριγύρω της
Λεβέντες από την
Θεσσαλονίκη, την Ελασσόνα
Τα Μέγαρα
Χορεύουν τον τσάμικο
Όπως τότε
Στις πύλες των μαντείων
Που κάποτε κατείχαν την βαθιά τέχνη
Του αχειροποίητου
Απόστολος Θηβαίος