“Η αγάπη είναι πιο κρύα από το θάνατο”
Pseudo-Blues
(prose song “written on a toilet roll”)
•σαν ιστορίες από τ’ ορθάνοιχτο
μάτι μιας κλειδαρότρυπας
οι καμαριέρες στους ορόφους
ψιθύριζαν διάφορα χασκογελώντας
[όπως ότι τον είχαν δει να παίζει
σε κάτι underground ταινίες τού ’70
γυμνό ανάμεσα σε δυο
και τρεις γυναίκες
ίσως για ένα κομμάτι ψωμί
ίσως πάλι
για την κάβλα και την τρέλα τής νιότης]•
Αυτά όμως έγιναν άλλοτε ενώ
Στο σήμερα και στο τώρα
Ή μάλλον στα χτεσινά που δεν ξεχνιούνται
Όταν έμαθε ότι χάνει
Στα καλά τού καθουμένου τη δουλειά του
Είχε πια τρία παιδιά
Και σύζυγο που δεν τον αγαπούσε
Και την αγαπημένη της φράση που ήταν
“Αγάπη δεν είναι
Να το ρίχνουμε στο πήδημα”
Και κόκκινα δάνεια
Στους εθνικούς μας τοκογλύφους και
Λογαριασμούς απλήρωτους έναν σωρό
Χωρίς κανέναν επίγειο σωτήρα να πιστέψει
Αφού όλες οι μεγάλες ιδέες των ανθρώπων
Είχαν ξεφτίσει
Στο δόλο και στην απάτη τού ψευτορωμαίικου
Και ούτε μια καλή ερωμένη να τον συνεφέρει
Σ’ ένα κρεβάτι που να τρίζει ηδονικά
Όπου θα γαμιόντουσαν με θόρυβο τις νύχτες
Βογκώντας λαχανιασμένοι και αυτός
Θα έχυνε μέσα της άφοβα• δεν
Υπήρχε λοιπόν
Τίποτα να τον κρατήσει στη ζωή
Στα τόσα γδαρμένα αισθήματα
Έστω ένας μικρός περίπατος στο άλσος
Με άνθη και πουλιά στις φυλλωσιές
Ή τη φωνή ενός κοριτσιού στάζοντας μέλι
Σαν κάποιο τραγούδι παλιό
Από τα παιδικά του χρόνια• έτσι
Διάλεξε λάθος δρόμο
Το στενό λοξό μονοπάτι
Που εκείνος θεωρούσε σωστό
Και όμως δεν ήταν
Και λίγο πριν πηδήξει στο κενό απ’τόν 5ο
Όπου δουλεύαμε
Όπως στα κάτεργα οι αλυσοδεμένοι
Είδα στο βλέμμα του κρυμμένο όλο το σκοτάδι•δεν
Ήταν ο μόνος
Που κάλεσε το θάνατο στις μέρες μας
Να τερματίσει τα βάσανά του
Αλλά -ξέρω ότι ελάχιστοι θα με πίστευαν-
Μόλις σκοτείνιαζε
Για κάμποσο καιρό ακουγόταν
Η τελευταία του κραυγή
Την ίδια πάντοτε ώρα
Σαν ιαχή αρχαίου πολεμιστή
Που εφορμά στη μάχη
Μπροστά στα πάνοπλα στίφη των εχθρών του•
[τον έλεγαν Τζορτζ
και-
μήπως προλάβω τιμητές
και ένδοξους κονδυλοφόρους
που γλαύκες κομίζουν στην Αθήνα-
όχι
ούτε
αυτό
δεν
είναι
ποίημα
αλλά
το συναξάρι
ενός
φίλου
που
χάθηκε]•