VII
Επισκέπτομαι τον τάφο
του πατέρα κάθε
ψυχοσάββατο, του φτιάχνω
στάρι, τον ταΐζω στο στόμα
τον φιλώ στο μέτωπο και
του ζητώ πέντε χιλιάρικα δανεικά
να πάρω το τελευταίο βιβλίο
του Γιάννη και εκείνο
το φορεματάκι που μπάνισα
Μπενάκη και Βαλτετσίου
VIII
Τα κυπαρίσσια έχουν μια βαθυπράσινη
ευθύτητα, ολόισια
σαν πλατωνική εκπαίδευση
και αγέρωχη στις ανεμοφουρτούνες
να αρμόζουν σαν
τα τελευταία κομμάτια του παζλ
με θέμα το άκαμπτο θανατικό
IX
Όταν πέφτει η νύχτα
τα παιδιά στοιχηματίζουν
τον καρδιακό τους καλπασμό
πάνω στους ήχους που
αντιλαλεί ο αέρας
στα αναμμένα καντήλια
και όλοι το πολεμάνε
να κρατηθούνε ζωντανοί
μα ο πιο γενναίος
τώρα κι αν νίκησε
πάντα πρώτος φεύγει
από πνιγμό ή από αρρώστια
γιατί οι νίκες είναι δανεικές
και οι ποταμοί με τ’ αρσενικά
ονόματα στερεύουν
τα καλοκαίρια