«Δροσοσταλίδες στον ροδοκόκκινο καρπό
δάκρυα που σταλάζουν στις παρειές
κάθε που σε κοιτώ, δίχως να σε κατέχω.»
/ η κλωστή που φευγαλέα σου πετάρισε
στήμονα νήμα ήτανε⸱ με χάρη σε περίπαιξε
κι ο Ίμερος σ’ αντάριασε-
πέπλα εσύ περίμενες να με σημαιοστολίσεις
η σηψαιμία του σήμερα, του χθες ο εωσφόρος
ο μίσχος μου, βελόνα στα δικά σου μάτια, μ’ αγκάθια ανθίζει
στον σκώληκα του μήλου αρτηρία να διανοίξει
να πνεύσουν λέω πλέον λεύθερες
οι πεπλεγμένες των ζωές /
Σου αντιτείνω:
«Δροσοσταλίδες σε κάθε ώριμο καρπό
καθώς χυμοί σ’ ορύγματα, όπου μερώνουν του έρωτος οι πόθοι.»
◊
Η Δώρα ζει, σπουδάζει και εργάζεται στην Αθήνα. Μελετά ποίηση και ασκείται στην γραφή της. Ελπίζει να καταφέρει κάποτε να γράψει ένα ποίημα.