Πριν φως προβάλει τη μέρα μας συνθέτουν τα πετεινάρια· κοιλοπονά η αυγή τον βασιλιά των άστρων |
Στον αυλόγυρο μια κούνια λικνίζεται απ’ τον αγέρα· κρατά τις απουσίες ένα βωβό κουδούνι |
Γρίλιες σηκώνεις με φως λούζεις στον τοίχο τους περασμένους· τη σέπια ξεθωριάζουν οι πρωινές αχτίδες |
Στον αργαλειό σου ανθούς υφαίνεις κι άστρα που τα χαρίζεις· της γης και τ’ ουρανού σου κεντίδια για το σπίτι |
Μ’ αλεύρι λευκό στα δάχτυλα ζυμώνεις τη χόρτασή μας· κόρα ξερή τα χέρια στον κλίβανο του χρόνου |
Η δωρεά τους στη γη που τους θήλασε μια στέρφα βρύση· της μνήμης μνήμα μένει όσων γινήκαν ξένοι |
Κάτω στο ρέμα βατομουριές ανθίζουν και πόδια γυμνά· η δροσερή χαρά σου νερά περαστικά σου |
Σφίγγα σε δένει με δυο λογοπαίγνια σε γλωσσοδέτη· τις λέξεις πριν ξεμπλέξεις βύσσινο σε φιλεύει |
Πάνω στο δέρμα ο Ήλιος σού χάραξε ξυλογραφία· μ’ αδρές γραμμές το βλέμμα καπνά ξερά δεμένα |
|
Βαθιά στα σπλάχνα σε κατοικούνε τα βουνά, κορφές σου χτίζουν· στην πόρτα σε φιλεύουν με θυμαρίσιο μέλι |
Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος και είναι μέλος της ομάδας δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ.