Χθες μου είπες μυστικά,
Φανερά ανίδεος χρησμοδότης
κι όμως
προφήτεψε το τέλος
του κάθε προορισμού μου
Σαν επισκέπτης διάβασα το είναι
στη σιωπή του·
το έκανα νιαούρισμα του πεινασμένου γάτου
πέτρα που έσπασε παίζοντας πεσσούς πάνω στο κύμα
δυο ποτηράκια γυάλινα που τσούγκρισαν
σκορπώντας δηλητήριο στην υγειά μας
πιόνια που παραδόθηκαν
από νωρίς αγέλαστα στο Ε8
Από το τίποτα έτσι
γεννήθηκε η αλήθεια
μεγέθυνση του κατάφωρου ψεύδους
που φώλιασε στη γλώσσα
και γιγαντώθηκε από τύχη
για να κινεί στο στήθος σου
την πείνα
και τ’ αδύνατο
το κακό
μα πιο πολύ τον φόβο