Απόστολος Θηβαίος | Ο ωραίος Μένης

Μένης Κουμανταρέας

Σημείωμα για τον Μένη Κουμανταρέα.
Και για την Άννα,
την κυρία Κούλα,
τον Μπιλ
που κυνηγά το όνειρό του μες στους λαβύρινθους.
Για τα παλιά υαλικά
που πεθαίνουν αβοήθητα
Για τα βαλσαμωμένα χρόνια, Γιώργο.

 

Η Άννα έχει μεγαλώσει κάπως. Το προξενιό της είναι πια μια παλιά ιστορία. Φέρεται με μια συστολή αξιαγάπητη, μοιάζει με την μεταπολεμική πατρίδα που όλο γερνά. Η Μπέμπα και ο Βλάσσης φθάνουν από έναν άλλον δρόμο. Κουβαλούν σημάδια επάνω τους, τα πρόσωπά τους είναι χαλκωμένα. Οι δυο τους, ερωτικοί και νικημένοι κρατιούνται από την παλιά τους αγάπη και διασχίζουν το ωραίο, χειμωνιάτικο απόγευμα. Τα υαλικά τους έχουν πια αποσυρθεί, κάπου πεθαίνουν αβοήθητα. Μερικοί νέοι με αθλητική περιβολή ανεβαίνουν από την πλευρά της Κεφαλληνίας. Ο πρώτος εξ αυτών, εκείνος που φορά την φανέλα με το νούμερο εννιά κρατά ένα στεφάνι με ασφοδέλους και λευκούς νάρκισσους. Τα σφιχτά τους σώματα, το σφρίγος τους που ανήκει στα ερωτικότερα πράγματα αυτού του κόσμου τους σημαδεύει. 

Κοίτα Μένη, αυτή η παράξενη πομπή είναι για σένα. Αυτός ο νέος που έχει όλο το μέλλον εμπρός του, αυτός ο νέος με την πληγωμένη καρδιά, ο νέος με το νούμερο εννιά, ξέρει καλά τι πράγμα είναι η μοναξιά μας Μένη.  Κοίτα η Άννα, πόσα χρόνια Μένη, το ίδιο προξενιό και η σιωπή της μες στην αυλή με τις κληματαριές. Άννα η φωνή σου σκοτώθηκε στους γκρεμούς. Λάρισα, Ντεπώ, Ελασσόνα, Αμύνταιο, Αθήνα, κάδρα στους τοίχους  και τα βουβά παιδιά στις φωτογραφίες. Κοίτα Μένη, η κυρία Κούλα, έτοιμη να πεθάνει από έρωτα, σε μια γρήγορη τροχιά, σε ένα τυχαίο άγγιγμα. Μια ζωή επόμενες στάσεις, τρεμάμενοι φωτισμοί Μένη, σκληροί θάνατοι, χείλη από σινική μελάνη, στο ίχνος του καιρού. Το ανοιχτό φεγγάρι που ακούει τις ιστορίες μας Μένη, που ακούει τις προσευχές μας. Κοίτα Μένη, όλοι αυτοί φθάνουν για σένα. Όταν ακουστεί το όνομά σου Μένη, το πλήθος θα χειροκροτήσει και η πόλη θα τρέμει Μένη όταν τα κορίτσια θα αγαπιούνται δίχως απόκριση, καίγοντας τις αυγουστιάτικες νυχτικιές τους.

Ο Μένης δεν μένει πια εδώ. Ο θάνατός του σημαίνει χαμό για τους πολύτιμους φίλους του. Τώρα γυρνούν αδέξιοι έξω από τα θέατρα, στα παλιά καφενεία, τις ξύλινες ροτόντες του καλοκαιριού, μιλούν για εκείνον. Και όταν το κρύο κάνει κομμάτια την καρδιά τους φορούν το κατακόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο τους. Όταν το κρύο φθάσει στην άκρη των χειλιών τους  εκείνοι ρίχνονται μες στον κόσμο, δοκιμάζοντας τις τραγικές τους σκηνικές παρουσίες.  Σοφά υποθέτουν πως ο καιρός τους έχει πια περάσει, σοφά το λευκό πουκάμισο χορταίνει τον ήλιο πάνω στα σχοινιά, σοφά πεθαίνεις κάθε νύχτα, σοφά που σχηματίζεται το πρόσωπό σου μες στις κατάμαυρες εικόνες. Νερά και χρόνια και η Άννα με το φλοράλ φουστάνι της στα πανηγύρια του Αυγούστου να μιλά για εκείνον, σαν να βρίσκεται εδώ. Η κυρία Κούλα θα επιστρέψει με τον τελευταίο συρμό. Η απελπισμένη ζωή της, οι εραστές με τα πρόσωπα που γέρνουν ελαφριά προς το μέρος της καρδιάς, οι λευκές επικλήσεις , η δροσιά της μέρας που σπάει σαν μια χαμένη νιότη, τα ίδια φώτα της Αθήνας, νεοελληνικές μου εποποιίες, στιγμές μου κρίσιμες.

Κοίτα Μένη οι φίλοι σου δεν σε ξέχασαν. Θυμάσαι πώς φοβόσουν την σκόνη του καιρού, με τι λύσσα γκρεμιζόσουν στα σκοτάδια στο τέλος κάθε μπαλάντας, θυμάσαι Μένη   ; Σχεδόν χάθηκαν τώρα, η πόλη έγινε αδειανή και άγρια Μένη, έλα μέσα, κλείσε το παράθυρο, η απόσταση μου γεννά ένα παράξενο συναίσθημα λύπης. Μια χρυσή διαδήλωση Μένη, ακριβώς όπως το είπε ο ποιητής. Στις έξι του Δεκέμβρη. Στην μνήμη των παιδιών που χάθηκαν για τον έρωτα. Μαζί με σένα, μαζί με εσένα. Η Άννα μου είπε για το δίχτυ και το μαχαίρι του χρόνου. Μου είπε, -πρόλαβε Μένη την ώρα που πνιγόταν η φωνή της-, πως τόσα χρόνια οι βροχές είναι σιδερένιες, πως τα χρόνια την πονούν και όλη της η ζωή ξοδεύεται ανάμεσα στους δυο της ύπνους. Μου είπε, Μένη, πως το ίδρωμα των χεριών και των σωμάτων συνιστά μια υπέροχη παραφορά, πως είπε όχι μου εξομολογήθηκε. Είπε όχι, Μένη.

Έπειτα ο Μένης απέμεινε βουβός και τρομαγμένος, στήριξε όλη του την λύπη στα δυο του χέρια. Και ερχόταν ο χειμώνας με τους παγετούς του και τα λαϊκά από τα ραδιόφωνα που παίζουν ξέφρενα στις κουζίνες και τα χειρουργεία. Μες στις σελίδες που σκορπίζουν φέγγει ένας κόσμος για πάντα νέος, ένας κόσμος στέγες, δέντρα, τηλεγραφόξυλα, μεταπολιτεύσεις, έρωτες, αρνήσεις. Πέτρες.

Απόστολος Θηβαίος