Όταν η μαύρη κουκίδα στον ορίζοντα, που ήταν κάποτε ο εραστής της, έσβησε πια οριστικά, ένα δάκρυ πιο αλμυρό κι απ’ το πέλαγο κύλησε στα πυρωμένα μάγουλα της Καλυψώς. Γιατί ήξερε πως η άρνησή του στην προσφορά της, αυτή της αθανασίας, της ευδαιμονίας, της αιώνιας νεότητας, της θεϊκής της ακόμα αγάπης και του πόθου της, ήταν που τον έκανε άξιο του έρωτά της, κι ας ήταν ταγμένος σ’ άλλη γη και σ’ άλλη αγκαλιά.
Στο εξής χίλιοι μύριοι ναυτικοί, πειρατές, ονειροπαρμένοι και τυχοδιώκτες θα φτάνουν στο νησί κουρελιασμένοι και μισοπεθαμένοι, σχεδόν μισότρελοι απ’ το παράτολμο ταξίδι, εκλιπαρώντας τη να εκπληρώσει σ’ αυτούς την προσφορά που αρνήθηκε ο Οδυσσέας. Θα την ψάχνουν στα βράχια, στα κρωξίματα των γλάρων, στα κύματα που θωπεύουν την ξανθιά ακτή. Και θα πεθαίνουν εδώ χωρίς ποτέ να καταφέρνουν να την αντικρίσουν. Γιατί δε θα ξέρουν πως βράχια είναι τα στήθια της, λαλιά πουλιού η φωνή της, άμμος ξανθιά τα μαλλιά της. Και πως μόνο αν ήταν σε θέση ν’ αρνηθούν την προσφορά της, τότε αυτή ίσως να πλάγιαζε μαζί τους.
Με το που τελείωσε αυτές τις σκέψεις μια γεύση αλμύρας πλημμύρισε τα χείλη της, ήταν το δάκρυ της που ολοκλήρωσε τη διαδρομή του. Δάκρυ χαράς που το σώμα της δέχτηκε αυτό του Οδυσσέα για επτά ολόκληρα χρόνια.
Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος και είναι μέλος της ομάδας δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ.