[…Ο τελευταίος κλείδωσε την βαριά πόρτα πίσω του. Μάζεψε όλα τα στεφάνια, όλα τα τριαντάφυλλα, σάρωσε όλα τα βήματα. Και παρέδωσε ειρηνικό και γερασμένο το ωραίο κτίριο με τις πλάγιες στοές που διατρέχουν σαν φλέβες εκείνο τον κόσμο. Ως εδώ καλά.
Ο Ρότε είναι φυματικός. Κάτι τρώει αργά την ψυχή του, ο Ρότε είναι κιόλας χαμένος. Είχε μια αδερφή, σκοτώθηκε από τις σφαίρες των στρατιωτών του τελευταίου φυλακίου. Είχε έναν αδερφό ο Ρότε, ένα πελώριο αγόρι με σταχτιά, γατίσια μάτια. Την ύστατη στιγμή πέταξε πάνω από τα γραφεία της εθνικής ασφάλειας, σκορπίζοντας όλα τα πουλιά μες στην παγωνιά του πρωινού. Ως εδώ καλά Ρότε, ησύχασε. Μα και βέβαια Ρότε μπορείς να στέκεις όση ώρα θες επάνω στα απομεινάρια του τείχους Ρότε, δίχως να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Ως εδώ καλά Ρότε, ως εδώ. Ο θάνατος είναι ίδιος παντού, ίδιος πάντα Ρότε, μπορείς να κλάψεις για τους φίλους που χάθηκαν. Οι σφαίρες των στρατιωτών του τελευταίου φυλακίου θερίζουν.
Η Κατερίνα ονομάζεται αλλιώτικα. Ωστόσο είναι ευτυχισμένη με το καινούριο της όνομα. Της το χάρισε ένας καλοσυνάτος κληρικός του τάγματος των Ιησουιτών σε μια έξοχη τελετή μες στην ρωμαϊκή εκκλησία του Χριστού. Να την βλέπατε καθώς της έγνεφαν, Κατερίνα καλή τύχη, Κατερίνα είσαι κάποια από εμάς, Κατερίνα, την άλλη Κυριακή, θέλουν να σε γνωρίσουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι, Κατερίνα μην λυπάσαι, ο χρόνος θα σκεπάσει με ένα είδος καταπραϋντικής σκόνης όλα τα παλιά. Ή μήπως όχι Κατερίνα, δεν ξέρω πώς γίνονται αυτά τα πράγματα και αν μες στους αξεδιάλυτους καιρούς της πλατείας μπορείς να διακρίνεις τις φτερούγες του παλιού, έκπτωτου αγγέλου. Ως εδώ καλά Κατερίνα, όμως τώρα πρέπει να ευχαριστήσεις ολόψυχα τους κυρίους της πολιτοφυλακής του λόχου του Αγίου Γεωργίου που σε φρόντισαν, σε φρόντισαν Κατερίνα, εσένα, με την διαλυμένη ζωή. Τα μάτια σου ταξιδεύουν στην Προύσα, δεν μένεις πια εδώ Κατερίνα. Όμως τώρα σώπασε δεν πρέπει να ξέρουν, να ξέρουν.
Φανταστείτε τώρα εκείνον που αφήνει πίσω του μια κυριακάτικη επέτειο, φανταστείτε τον Ρότε, την Κατερίνα και ένα σωρό άλλους με τις μηχανές τους τραβώντας με φιλμ μια ηλιόλουστη ημέρα. Και ο Ρότε που στέκει προσοχή, χαιρετώντας τον ήλιο, εκεί που άλλοτε συνωστίζονταν φωνές. Και η Κατερίνα με τις μπελαντόνες και τα γυαλιστερά μάτια, πράγματα, κύριε των βυθών, ωραία και παραμορφωτικά. Και εκείνος που αφήνει πίσω του μια μπρούτζινη, θλιμμένη προτομή, με πελώρια μάτια και εκείνος ένα φωσάκι μες στον άγνωρο κόσμο της Πατησίων. Ο άνεμος τους φυσά, ένας πλανόδιος μουσικός παίζει στο ούτι το προσκλητήριο ενός ολόκληρου κόσμου, ο Ρότε, -θε μου αν κάνει ένα μόνο βήμα, αν εκείνος που ΄χει δεμένες τις αλυσίδες πει μια μέρα πως σπάζουν, αν θε μου, ο κόσμος θα βυθιστεί, δεν θα έχει δρόμο τότε-, δεν κάνει βήμα. Με τα ντεγκραντέ γυαλιά του πάνω στην αναμνηστική πλάκα ο Ρότε γερνά, γερνά, γερνά.
Όσα γκρεμίστηκαν στέκουν πάλι εκεί, με τις φωνές των παιδιών στην άλλη πλευρά του κήπου, με πνιγμένα φουστάνια και ψαρόβαρκες σαπισμένες, ένα παιδικό παλτό, δυο παιδικά παλτά, τρεις χιλιάδες παιδικά παλτά.
Ωραία που είναι στο Βερολίνο τούτη την εποχή του χρόνου. Πνέει ένας άνεμος, οι άνθρωποι λάμνουν στους δρόμους, ανάμεσα στα κιτρινισμένα δέντρα οι περαστικοί ερωτεύονται, ζουν παράφορα και εξασθενημένα. Ωραία που είναι στην Αθήνα, τούτη την εποχή, με το μεσημεριάτικο φως και τα σκεφτικά αγάλματα των εθνικών ιδρυμάτων, κύριε. Ο Ρότε αγαπά την Κατερίνα, και εκείνη το ίδιο. Μα διστάζουν ως την στιγμή που κάποιο απόγευμα σκύβουν σε μια έρημη αυλή, πάνω από ένα έρημο πρόσωπο, σε μια ολομόναχη, φεγγαρένια πολιτεία. Και αφήνουν ένα τριαντάφυλλο, μια προσευχή μονάχα για εκείνους, μυστική, προσεκτική να μην αφήσει κανέναν έξω από τον κύκλο της ελπίδας. Και όταν κοιτάζονται, ανάβει κάτι στο βάθος του κόσμου και τα χώματα μπερδεύονται. Τα καλοκαίρια και οι προτομές χαμογελούν. Κάποιος που βαδίζει αμέριμνος, με είκοσι μόλις χρόνια στους ώμους του ακούει το φως. Και γελά…]
Τώρα που πέρασαν οι επέτειοι και σώπασαν οι παράτες, τώρα που δικαιώθηκαν κάτι στίχοι παλιοί και αληθινοί κύριε, τώρα μπορεί κανείς να πλάσει ανερυθρίαστα μια ωραία ιστορία για εκείνη την υπόθεση του ΄73, για τον Ρότε, τότε και τώρα, για την Κατερίνα με την σωσίβια λέμβο της που αγάπησε τις θάλασσες και φωτογραφίζεται στο Ντόρτμουντ κάποιο απόγευμα ανάμεσα στα συρματοπλέγματα, τις φωνές, τους πνιγμένους. Για τον νεαρό σπουδαστή της φιλοσοφίας που λάμνει στις οδού Πατησίων όλου του κόσμου.
Απόστολος Θηβαίος