Ένα χαρτί ζωγραφισμένο με ανθρωπάκια
κόκκινα και πράσινα
αφημένο στην άκρη του νήματος
κρατά τα χέρια
μην πέσουν απ’ τους ώμους
και σκορπίσουν αγκαθωτές παραιτήσεις
Γιατί αυτές, περισσότερο
και από το πισώπλατο φονικό
του ήρωα που ξέπλυνε
το αίμα στις βρύσες των άλλων,
εκδικούνται πιο πολύ
και απ’ την απάτη
και φωλιάζουν στις καρδιές
που έχουν μια κούφια ιδέα,
ίδια για όλους,
πως αξία άλλη δεν υπάρχει
από τον ήσυχο και αιωνόβιο ύπνο
Μα πάει καιρός που κοιμούνται
τα ελεύθερα πουλιά με φασαρία
κάθε τόσο ξυπνώντας
με τις φτερούγες να σκεπάσουν
τα μικρά τους,
κάθε τόσο πετώντας
μαζί τους και σκίζοντας
τους χάρτινους αιθέρες
πάνω από πράσινα και κόκκινα ανθρωπάκια
πινέλο και νερομπογιά
απ’ του παιδιού το χέρι