Μάτια θολά,
σαν λασπωμένη
λίμνη
Φ. Γ. Λόρκα
Το ταχυδρομείο της πόλης μου είναι αργό.
Πάει να πει, πως για ένα δέμα από το Τενεσί, όρμα αγόρι μου, ψάξε, η Αμερική είναι μια λευκή αρχιτεκτονική, χρειάζονται μερικοί μήνες και ατέλειωτα, χιονισμένα λιβάδια. Ινδιάνες με ολομόναχες καλύβες στην καρδιά του δάσους για να περάσουν δίχως κόπο και με έρωτα πέντε περίπου μέρες. Βεβαίως τέτοιες συνήθειες το καλό και άμοιρο πλήθος τις βρίσκει αποκρουστικές. Για μια τέτοια φρικίαση καταδίκασαν τον Λερόι στην κρεμάλα. Έκτοτε στα πόδια του φυτρώνουν μανδραγόρες, τικ τακ, όπως κάνουν τα ρολόγια μες στις βόμβες μετρώντας ανάποδα ως τον θάνατο. Όμως οι καλύτεροι από εμάς δεν λένε κουβέντα για τις παγωμένες νύχτες πλάι στο ηχείο του φαραγγιού με τους λαμπρούς γκρεμούς και τα άγρια ποιήματα. Παρασύρομαι, τικ τακ, μετρώ ανάποδα τους χρόνους, η ζωή μου γίνηκε κόλαση μα αυτήν την συνήθεια μου χάρισε ο Κύριος. Στα αλήθεια εκείνη την μικρή, με ένα όνομα, κατακίτρινο φεγγάρι ή κάτι τέτοιο, την αγάπησα βαθιά. Μα το πλήθος κύριε και τικ, τακ.
Καταλάβετε, το ταχυδρομείο στην πόλη μου είναι αργό, πολύ αργό. Πάει να πει πως για ένα δέμα με τα νεότερα για τον εξάδελφο Τζιμ που έφυγε παιδί ακόμα για το Βερμόντ απαιτούνται αρκετοί χειμώνες. Έτσι ο εξάδελφος είναι νεκρός όταν πρέπει πια να μοιράστώ την χαρά του και δεν υπάρχει κανείς για να του γράψω δυο λέξεις, πόσο περήφανος είμαι για όσα κατόρθωσε, στέλνω χίλια δολάρια, ότι μπορώ, ότι μπορώ, το υπουργείο θα αποστείλει φωτογράφους και με την δύναμη του Θεού το δράμα του θα φτάσει ως τις μεγάλες πολιτείες και ίσως συζητηθεί στο ιερατείο.
Το ταχυδρομείο στην πόλη μου είναι αργό, τόσο αργό. Πάει να πει πως η Βερόνικα που γράφει στην μητέρα της δεν αποχωρίζεται τις λέξεις. Φράσεις σημειωμένες στις τρεις το ξημέρωμα, αποδεκατισμένη, συντρίμια η Βερόνικα και τα νιάτα της έπειτα από δέκα ώρες σερβίρισμα και άκομψα σχόλια από τους ανθρακωρύχους με τα καπνισμένα πρόσωπα στις Μαγικές Πίτες του Μπιλ, στο τάδε χιλιόμετρο. Βαρέλια πετρελαίου και μοναχικά αγριοπούλια. Βήχουν, βήχουν, βήχουν ασταμάτητα, σκουπίζουν με ένα παλιό μαντίλι τα χείλη τους, βαμμένα με ιώδια, ο θάνατος στέκει στο πλάι και τους παρηγορεί. Το μετάλλευμα συνιστά μια άλλη ιστορία και στην ανατολική ακτή δεν δίνουν την παραμικρή σημασία για εκείνους που λιώνουν εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της πάντα προσπαθώντας και προσπαθώντας Το ταχυδρομείο είναι αργό, τόσο αργό και τα ποιήματα δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν. Γραμμένα στα χαρτιά τους προσμένουν την αναχώρηση και όμως τίποτε δεν συμβαίνει πέρα από μια υποψία σκοτωμένης ομορφιάς. Τικ τακ, θυμάσαι;
Το ταχυδρομείο στην πόλη μου είναι αργό. Πρώτα φθάνουν οι εποχές με τα λουλούδια τους και έπειτα τόσα γράμματα. Ανθυπολοχαγός Άντριου, σωστός άντρας με μια φωτογραφία από τις παραλίες της Καλιφόρνια, νεκρός στο Άρλιγκτον, στην Δαμασκό, με μια άρρωστη μάνα και τον αλκοολικό πατέρα, θεέ μου τι κλισέ, τι ωραία, αμερικάνικα αστέρια που πετούν εκεί έξω, τι φεγγάρι υγρό. Νατάσσα, ετών 22, αθλήτρια, σκοτωμένη βάναυσα πλάι στον δρόμο, σαν σκυλί, από μια άγνωστη αιτία. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της, κάποιος να σκουπίσει τα μεγάλα δάκρυα από τα μάτια της. Ο σκελετός του δρόμου ίσως ανήκει σε εκείνη, ίσως πάλι πρόκειται για κάποιο άγριο ζώο.
Το ταχυδρομείο στην πόλη μου είναι αργό, καταλαβαίνετε, καταλαβαίνετε πόσο κοστίζει όλη ετούτη η καθυστέρηση στις ζωές μας. Να περιμένεις λέει μια χαρά, εκείνο το ναι που θα σε κάνει να τρέχεις στους δρόμους με λουλούδια και σημαίες. Και τίποτε να μην φτάνει, κανένα σήμα, είσαι μόνος και πρέπει να αντέξεις, η νύχτα βάφει ανθρώπους και πράγματα, η νύχτα που διαβάζει τους στίχους μας, που μας παρηγορεί.Οι καθρέφτες, οι καθρέφτες από κορυφή σε κορυφή ακίνητοι, ακοίμητοι.
Το ταχυδρομείο στην πόλη μου είναι αργό, τόσο αργό. Ο πόλεμος έχει τελειώσει, ωστόσο διαρκώς τα λεωφορεία ξεφορτώνουν αρχιλοχίες που μιλούν για μια κόλαση, παιδιά δίχως χέρια και πόδια, απομεινάρια του εατού τους, αξιωματικούς με περήφανο βλέμμα, τι και αν χάσαμε μωρό μου, ένας λοχαγός συνιστά πάντα ένα είδος αφοπλιστικού θεάματος, όταν κρύβει το πρόσωπό του ή φέρεται στο κορίτσι του με τον απαξιωτικό τρόπο, δεν ξέρει τι λέει, φωνάζει, ασχημονεί, οι πίτες του Μπιλ είναι το πιο όμορφο πράγμα σε τούτα τα μέρη. Τα παιδιά της ταξιαρχίας θα τον πάρουν. Κρίθηκε επικίνδυνος βλέπετε. Ωστόσο όλα τα παραπάνω, δεν άλλαξαν τίποτε στο φεγονός πως ετούτη η ζωή δεν είναι κινηματογράφος. Και πως το ταχυδρομείο στην πόλη μου είναι αργό, τόσο αργό. Τικ, τακ, θυμάστε κύριε αυτόν τον βραχνό, τον μονότονο θόρυβο κύριε;
Απόστολος Θηβαίος