[Αναχώρηση]
Άδειασε το νερό της θάλασσας στη βάρκα
για να πνίξει στους αντικατοπτρισμούς της
πρόσωπα γνώριμα, όμοια τώρα με στοιχειά.
Ό,τι απέμεινε, ζωή που πάλλεται στον κόλπο της θαλάσσης.
Αόρατα κουπιά ίσως να ‘ναι τα σύνορα ζωής – θανάτου.
Πώς λοιπόν να εκκινήσει το ταξίδι και για πού;
Μια πετονιά που φλεβίζει στα ακροδάχτυλα
ψαρεύει τα σωθικά της
και ξάφνου,
το χέρι
κόκκινο πυροτέχνημα να σκάει προς τα πίσω,
καθώς βαρίδι η καρδιά, ναι
ναι εκεί που εγγράφεται η μνήμη,
μια Οφηλία βυθίζει στο νεκροκρέβατό της.
Τα δε λουλούδια, που τώρα δεν κρατεί,
ελαφρυντικό μελλούμενων συνειδήσεων,
καθώς εικαστική παρέμβαση
σε προσχεδιασμένο έργο.
[Αυτανάφλεξη]
Ανατολή σε ώρα δύοντος ηλίου.
Μυθεύματα γοργόνας
με πυρόξανθα μαλλιά,
προσποιούνται τις παροιμιώδεις φράσεις
που φρικωδώς μορφάζουν
στις μέρες του ετήσιου ημερολογίου.
Η μνήμη
φτυαρίζει στις στάχτες,
μια καύτρα
μια καύτρα να πυρπολήσει τα βουβά,
μελανά γράμματά μου
μήπως φθογγίσουν κάτι, έστω
ένα έλασσον τσιτσίρισμα λαδιού,
γιατί, πώς αλλιώς να γράψω
αυτό το ποίημα;
Η Δώρα ζει, σπουδάζει και εργάζεται στην Αθήνα. Μελετά ποίηση και ασκείται στην γραφή της. Ελπίζει να καταφέρει κάποτε να γράψει ένα ποίημα.