Ο όρος ελληνικό
Συνιστά στοίχημα
Που κάθε κείμενο
Διεκδικεί
Ν. Εγγονόπουλος
Όχι αυτό, όχι.
Αυτό το κείμενο
δεν γνωρίζει
Τι σημαίνει ελληνικό
Και στα τυφλά
Προσμένει έναν
Χρησμό
Να διακόπτεται, θέλει,
από έρωτα
Στο ρεπορτάζ της κυριακάτικης εφημερίδας ο αρθρογράφος κλείνει την ανταπόκρισή του με έναν λυρικό τρόπο. Ο νεοφιλελευθερισμός που γεννήθηκε στην Χιλή, έγραφε το σύνθημα στους τοίχους του φλεγόμενου Σαντιάγο πεθαίνει απόψε εδώ, στο ίδιο αυτό μέρος.
Μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες της λατινικής Αμερικής, η Χιλή του Πινοσέτ και των αμέτρητων αγνοούμενων, της Γκαμπριέλα Μιστράλ, του Πάμπλο Νερούδα, των αποκλεισμένων ανθρακωρύχων που υψώνουν το ανάστημα ενός ολόκληρου λαού, τινάζεται τούτη την ώρα με σπασμούς. Ίσως πρόκειται για την πρώτη ένδειξη μιας εποχής που σφραγίζεται, ίσως πάλι το Σαντιάγο εντάσσεται στο εαρινό φαινόμενο που με αφετηρία τις χώρες της Μέσης Ανατολής εξαπλώθηκε μαζί με τις σημαίες του δικαιωματισμού σε κάθε γωνιά αυτού του παράξενου, παλλόμενου κόσμου. Όμως δεν είναι η Χιλή, ούτε το μέρος του πλούτου που αναλογεί στο μισό και πλέον του πληθυσμού της που καθιστά τόσο ουτοπική την εκπλήρωση μιας απλής και τίμιας ευτυχίας. Δεν πρόκειται για τις αυξήσεις και τις φορομπηχτικές πρακτικές των εθνικών κυβερνήσεων που συντηρούν το σαθρό οικοδόμημα της παγκόσμιας οικονομίας. Όλα τούτα θα αποτελέσουν υλικό επιστημονικό, πεδίο λαμπρό για τους εισηγητές των πολιτικών προγραμμάτων που σχεδιάζουν τους παγκόσμιους στροφάλους, ανίδεοι ωστόσο για τις ταχύτητες που ο δικός μας Ανδρέας Εμπειρίκος τραγούδησε δεκαετίες πριν, σε μια άλλη μεταιχμιακή στιγμή για την ανθρωπότητα.
Αφορμή στέκουν πάντα οι αναγωγές, μια στιγμιαία έμπνευση, σαν την αύρα της νεοελληνικής εποποιίας που στήνει στο έξοχο πατάρι του ο Δημήτρης Δημητριάδης, καθώς η χώρα ετούτη πεθαίνει. Τι και αν στην δική μας πατρίδα σώπασαν οι φωνές, τι και αν μας κατέκλυσε μια εθνική εξασθένηση, θυσία και πόρισμα της ευρωπαϊκής, δίχως παρέκκλιση πορείας. Τι και αν στα υψώματα των Αθηνών μάς παραστέκουν ακόμη δώδεκα θεοί και κορίτσια στιβαρά με ωραίους λαιμούς και άρρητους ρυθμούς. Σε τούτον τον τόπο που γεννήθηκε η δημοκρατία, στον ίδιο αυτόν τόπο ενηλικιώνεται και οδηγείται σαν κάθε υαλικό ίσια στον θάνατο. Ο Αριστοτέλης περιφέρεται μες στους κήπους των καινούριων μεγάρων, στο βλέμμα του βασιλεύουν οι επιβλητικοί γερανοί, κάτω από τα πόδια του διαγράφονται τροχιές σταθερές και γρήγορες. Ο Πλάτων γυρεύει μια ιδεαλιστική γωνιά, τα ποτάμια καραδοκούν για να κλέψουν οριστικά μία προς μία τις μέρες της ζωής μας. Οι εθνικοί μας ποιητές, στα τραπεζάκια του Νέον κάτω από τόνους γύψινων προπλασμάτων, με τις πλαστικές τους σημαιούλες και τα στίγματα του νερού στην στρατζαριστή επιφάνεια. Ω, ναι, οι εθνικοί μας ποιητές, σπασμένα κρίνα, που διαβάζουν ξεπερασμένους στίχους, ώσπου κάποια μορφή σαν εκείνη του Γιώργου Σαραντάρη με χιόνι στα μαλλιά και την ανάμνηση μιας σκοτεινής γειτονιάς κάτι να αλλάξει στην ατμόσφαιρα. Στα παζάρια, τις αυλές, τις μεγάλες λεωφόρους, τις πλατείες και τους σταθμούς του μεγάλου πλήθους η ωραία και γηραιά Ελλάς σέρνει τα κοσμήματά της και ένα σπάραγμα κιονόκρανου, μια ιδέα θριγκών και δαντελωτών περιπτέρων με Λαοκόοντες και κούρους και ωραία σμιλεμένους εραστές της λήθης. Στα μαλλιά φορούν ένα στεφάνι μυρτιάς και όταν τους πνίγουν οι καημοί λένε κάτι ποιήματα για μέρη μακρινά και αστείρευτα ταξίδια. Όλοι τους χάνονται μες στο φως, βουτούν στις στοές, κάτω από τα μέγαρα που κρατούν ζωντανή την θλίψη αυτής της αρχαίας πολιτείας. Ο Μποστ γράφει συνθήματα σε τοίχους ακρογιαλιές, μες στα ημερολόγια και τα κόκκινα βιβλία συνωστίζονται οι προκυμαίες και οι καιόμενοι και ένα σωρό μυθικοί βασιλιάδες.
Πέργαμος, Μυστράς, Ρήγιο, Αλεξάνδρεια, αλησμόνητε, ελληνιστικέ μου κόσμε πού χάθηκες. Μες στα σκοτεινά δωμάτια ο Σκαρίμπας νιώθει το γύρισμα των νερών, το φεγγάρι νιώθει που τον πονά. Ο Τσαρούχης άγγελος στους παριζιάνικους δρόμους φαντάζεται τα ωραία κόκκινα χείλη των Εποχών, τον λαιμό τους, την μεικτή τους μορφή γεννημένη από τα χέρια του Θεόφιλου και των προραφαηλιτών ζωγράφων. Μια δειλή ανάμνηση του Μυστρά, μια παραπομπή στην Αμοργό που ερημώνει στο τέλος του καλοκαιριού, τόπος ιδανικός και ερωτικός για τα απόκρημνα και τα φλογερά, ταράζουν τις καρδιές μας.
Σε αυτήν την Ελλάδα, στην ύστατη, αθηναϊκή πολιτεία που πια τίποτε δεν ρομαντίζει η νύχτα διαθέτει το βάρος του μολυβιού. Μια λάντζα φωτισμένη κάτω από τα άστρα του φθινοπώρου, να τι κρύβει η τρυφερή και ιδεώδης πολιτεία μου. Στήλη μου επιτύμβια που χάνει τον ρυθμό της, που ξαναζεί τον μύθο ενός ίσκιου φευγαλέου και μεγαλειώδους, γλυκύτατή μου πόλη γεννημένη μες στα έπη, δαπάνη σε ακέραιους λυρισμούς και τραγικά φινάλε.
Σε αυτήν την ίδια πολιτεία απόψε και κάθε νύχτα πεθαίνουν ένα σωρό πράγματα. Και η ζωή που πάντα θα νιώθετε σε πείσμα. Και οι σελίδες του εθνικού μυθιστορήματος αιώνια γεμάτες από ωραία ρίσκα και ολονύχτιους συναγερμούς και άταφους νεκρούς. Η Ελλάς πνιγμένη στα κλάματα κρατά την φθαρμένη της σύνοψη και ίσια στην άβυσσο βαδίζει. Στα επτά υπόγεια στρώματα της Κορίνθου ζουν μονότονα αγριοπούλια. Και δεν είναι άλλο από τις γκαζολάμπες των ταβερνείων και την αξεδιάλυτη σκόνη των επτά Θηβαίων στρατηγών που κατακλύζουν καλοκαίρια ολόκληρα τον τσιμεντένιο θεό της Ελευσίνας. Δεν είναι άλλο από την Βερενίκη που ξεπλέκει τα μαλλιά της γκρεμίζοντας έναν ωκεανό προσευχές. Τα παιδιά στην πολιτεία φορούν το πρόσωπο του Μινώταυρου, σκοτώνουν στα φιλιά την Αριάδνη μες σε δωμάτια θερμών χρωμάτων με την μυρωδιά του καπνού, της προστυχιάς, και της υγρασίας που εξαπλώνεται. Το βήμα τους ελαφρύ, ίσια τούς οδηγεί στον θάνατο. Με γεφυρισμούς και με έναν ηρωισμό παγανιστικό περνούν την κοιλάδα της Τσέζια και όμορφα παλιώνουν, όπως τα σπίτια, όπως τα σπίτια. Τίποτε άλλο δεν θα σας πω, τα άλλα, τα ανείπωτα τα αφιερώνω στις νυκταγωγίες που θέλουν απαντοχή για να περάσουν. Αφορμή για όλα όσα θάβονται εδώ απόψε υπήρξε ένα σύνθημα, ποιος το θυμάται πια, πάει, πέρασε. Τίποτε άλλο δεν θα σας πω, τίποτε.
Όχι, όχι τέτοια συνθήματα δεν θα συναντήσεις στην αρχαία μας πολιτεία. Μονάχα ονόματα κοριτσιών που πέρασαν και πάνε, χαλασμένους αρραβώνες σε ωραία έρκερ στην οδό Κοδριγκτώνος και αλλού. Τα βάθη της Ιουλιανού που κατοικούν μονάχα παραβάτες και απόφωνα από μυθώδεις μουσικές, κανείς δικός μας. Τούτοι οι καιροί είναι χαρτονένιοι και δεν υπάρχει κλειδί για να τραγουδήσω την ωραία και αρχαία μου πολιτεία με τα λευκά της άρμενα και τον υπόγειο βόμβο της, – θυμήσου, αν το θες και αν το αντέχεις τα εκκοκκιστήρια του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου. Ένα ροδάνι μεταφράζει την αλήθεια εντός μου. Η πολιτεία μου φαντάζει υπέροχη με τα κορίτσια της, τις επαρχίες και τα ξωκλήσια, τις προσευχές και τα σώματά της. Στις λεωφόρους της μπορείς να δεις το όνειρο που πνίγεται, το κατεπείγον της πραγματικότητας. Το αργό, των αιώνων το ξόδεμα μπορείς να μαρτυρήσεις, τα λαϊκά, τις ακέραιες ενσφράγιστες λαβές, ανθρώπους με ρωμαλέα πάθη, αιώνια ερωτευμένους που πιστεύουν βαθιά στο καθεστώς των σωμάτων.
Απόστολος Θηβαίος