Αλεξία Καλογεροπούλου | Ήταν καλό παιδί

© Dorothea Lange

Ο Ιωσήφ είχε το όνομα του παππού του, όπως όριζε το έθιμο. Ήταν καλό παιδί. Πράος και ήρεμος. Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα. Πάντα ήταν πρόθυμος να ευχαριστήσει τους άλλους, ιδίως τους μεγαλύτερους, να προλάβει επιθυμίες, ανάγκες, δυσαρεστημένα βλέμματα και επικείμενους καβγάδες.

Κυρίως αυτούς. Καλύτερα να υποχωρούσε, κι ας είχε δίκιο, παρά να αμυνόταν ή να διεκδικούσε. Από μικρός είχε μάθει να καταλαγιάζει τις εκρήξεις στην πατρική εστία και αναλάμβανε, σχεδόν πάντα, τον ρόλο του διαμεσολαβητή στους καβγάδες των γονιών του. Κι όλοι τον επιβράβευαν γι’ αυτό κι έλεγαν πόσο καλό παιδί είναι, υπάκουο, «λογικό», θετικό. Λες και έχουν πρόσημα οι άνθρωποι.

Μετά το σχολείο, ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του. «Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει θα πέφτει το παραδάκι», του είπε, κι εκείνος πείστηκε. Παρακαλώντας, δεξιά κι αριστερά, όποιον είχε τις κατάλληλες γνωριμίες, βρήκε μια θέση στο δημόσιο. Σιγά σιγά συνήθισε τη δουλειά, τα σχόλια, τα ελαττώματα των συναδέλφων και τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Καθώς περνούσε ο καιρός, άρχισε να αδιαφορεί όλο και περισσότερο για τους φακέλους σε εκκρεμότητα που γέμιζαν ασφυκτικά το γραφείο του όσο εκείνος έκανε σχέδια με τον νου του για μια άλλη ζωή και μια δουλειά δική του. Και κάπως έτσι, η μια μέρα διαδεχόταν την άλλη και κυλούσαν οι μήνες και τα χρόνια.

Στα σαράντα του έμενε ακόμα στο πατρικό του, τον περισσότερο καιρό μόνος του. Οι γονείς του μετά τη σύνταξη είχαν μετακομίσει στο χωριό τους και ασχολούνταν με τα ζαρζαβατικά τους και τις ζωές των άλλων. Όποτε έρχονταν στην Αθήνα, μια φορά τον μήνα δηλαδή, τους φιλοξενούσε στο σπίτι που παρέμενε πάντα σπίτι τους, όπως ακριβώς το άφησαν. Όλα στην ίδια θέση: τα έπιπλα, τα γυάλινα μπιμπελό, τα ετερόκλητα διακοσμητικά αντικείμενα, τα κάδρα, τα γαριασμένα από τη χρήση σεμεδάκια, τα φλιτζάνια και τα πιάτα, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Μα δεν τον πείραζε. Έτσι τα βρήκε, έτσι τα άφηνε.

Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού κοιμόταν πάντα με το παράθυρο ανοιχτό και το παντζούρι καλά κλειδωμένο. Μια τέτοια, ζεστή νύχτα, ξημερώματα Κυριακής, που είχε πέσει για ύπνο από νωρίς, άκουσε επαναλαμβανόμενους δυνατούς χτύπους στην πόρτα του κάτω διαμερίσματος. Κοίταξε το ρολόι. Η ώρα τέσσερις το πρωί, τότε που ο ύπνος του γινόταν πιο γλυκός και τα όνειρά του τον έφερναν πιο κοντά στη ζωή που λαχταρούσε. Πετάχτηκε πάνω, κατέβηκε τις σκάλες μηχανικά φορώντας μόνο ένα ξεχειλωμένο εσώρουχο και μια λευκή φανέλα με τιράντες, μανιασμένος, τυφλός από τον ύπνο και τον θυμό.

Άρπαξε από τον λαιμό τον άνδρα που χτυπούσε την πόρτα και του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο με όλη του τη δύναμη. Συνέχισε να τον χτυπάει ανελέητα και δεν σταμάτησε ούτε όταν το άψυχο κορμί του άνδρα, αιμόφυρτο, κρεμόταν με όλο του το βάρος στα χέρια του.

«Ιωσήφ! Φτάνει, παιδί μου, φτάνει! Θα τον σκοτώσεις», ακούστηκε τρεμάμενη η φωνή του ηλικιωμένου που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα και είδε όσα έγιναν από το μάτι της σφαλιστής του πόρτας.

Σταμάτησε. Τινάχτηκε και άφησε τον άγνωστο άνδρα να πέσει από τα χέρια του σαν αχυρένια κούκλα. Πόρτες ξεκλείδωσαν και άνοιξαν δειλά. Κραυγές και φωνές ακούστηκαν μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα.

Ο ήχος της σειρήνας του περιπολικού πλησίαζε όλο και περισσότερο. Δεν αντιστάθηκε καθόλου. Του πέρασαν χειροπέδες. Κάποιος του πέταξε ένα παντελόνι για να φορέσει.

Στις ειδήσεις των οκτώ ήταν το πρώτο θέμα. Κανείς δεν πίστευε τι είχε συμβεί.

«Κρίμα. Κι ήταν καλό παιδί»

«Δεν είχε δώσει ποτέ κανένα δικαίωμα»

«Τον γνωρίζαμε χρόνια. Κι αυτόν και την οικογένειά του. Καλοί άνθρωποι»

«Εδώ, σε αυτή την πολυκατοικία όλοι γνωριζόμαστε. Είμαστε σαν μια οικογένεια»

«Κανείς δεν το περίμενε»

«Εδώ μεγάλωσε. Χρυσό παιδί»

Ειδικοί κάθε λογής επιστρατεύτηκαν για να ερμηνεύσουν το ειδεχθές έγκλημα. Άλλοι μίλησαν για καταπιεσμένο θυμό, άλλοι για ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο, άλλοι για την τρομολαγνεία των δελτίων ειδήσεων και άλλοι για ξενοφοβία και ακροδεξιές ιδέες, βασισμένοι κυρίως στο ξυρισμένο του κεφάλι και σε μια ελληνική σημαία που είδαν στο προφίλ του στο facebook.

Οι γονείς του δεν επέστρεψαν ποτέ απ’ το χωριό. Δεν άντεχαν. Πούλησαν το σπίτι σε Κινέζους επενδυτές που αναζητούσαν golden visa. Όσο για τον ίδιο, κανείς από τους γείτονες δεν έμαθε ποτέ πια νέα του. Ούτε και ήθελε να μάθει. Μόνο κάπου κάπου, όταν ερχόταν το θέμα στο προσκήνιο, έλεγαν μεταξύ τους, αμήχανα, κουνώντας το κεφάλι: «Κρίμα. Κι ήταν καλό παιδί».

*****


Η Αλεξία Καλογεροπούλου έχει σπουδάσει Ψυχολογία (BSc), Ανθρώπινη Επικοινωνία και Πολιτισμικές Σπουδές (MSc) στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει το βιβλίο «Είσαι το Κάρμα μου» (εκδ. Allegro/Εμπειρία Εκδοτική) και την ποιητική συλλογή «Λέξεις στην άμμο» (εκδ. 24γράμματα).  Είναι δημιουργός του ιστότοπου BookSitting.