Απόστολος Θηβαίος | Σπασμένος Ορφέας

© William Albert Allard

Το κορίτσι του καρναβαλιού
Χάθηκε πρόωρα,
Λίγοι στίχοι
Που συνήθιζε να λέει
Απόψε θυμάμαι και
με εξαντλούν

 

 

 

ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΟΡΦΕΑΣ

Σκηνή βγαλμένη από τα δράματα

Που παίζονται

Στις κάμαρες

Των πιο ωραίων κοριτσιών

 

 

(Ένα κορίτσι πάνω στο πάλκο. Τα τραπέζια κάτω στην πλατεία είναι αδειανά. Μονάχα κάποιος, σαν χαμένος, σαν από καιρό νικημένος, ακούει την βροχή. )

ΑΝΔΡΑΣ(μεθυσμένος, με το βλέμμα του χαμένο)

Βρέχει εδώ και πέντε μέρες. Τα χωριά θα πνιγούν. Άμα σπάσει το φράγμα, θα έρθει το νερό και όλα θα τα κάνει δικά του. (ζαλισμένος απευθύνεται στο κορίτσι), σας αρέσει η βροχή δεσποινίς; Ω, φανταστείτε να είστε με εκείνον που αγαπάτε περισσότερο, όχι, όχι εδώ, αυτά τα μέρη είναι από πένθος δεσποινίς. Να βρέχει όλο το νερό του κόσμου πάνω στο φουστάνι σας δεσποινίς.

(την κοιτάζει με λαγνεία και αβεβαιότητα)

 Γνωρίζετε κάποιο τραγούδι για την βροχή δεσποινίς; Ξέρετε, το αρχαιότερο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο είναι το νερό. Η μνήμη δεσποινίς,  η βροχή, οι θάλασσες όλα τα κάνουν παράλογα. Δεν μπορώ να σας κοιτάξω, συγχωρήστε με, όχι αυτό το φέρσιμο δεν είναι για μένα. Δεσποινίς, αυτό το φέρσιμο δεν κάνει για κορίτσια σαν και εσάς.

(την κοιτά απότομα, αλλάζοντας ύφος και αίσθημα)

Θέλω ένα τραγούδι! Ένα ολόδικό μου τραγούδι δεσποινίς, εμπρός, πείτε μου κάτι, μόνο για μένα. Μα χαμηλά την φωνή σας παρακαλώ, επειδή αγαπώ να ακούω την βροχή δεσποινίς. Μου μιλά για πράγματα μυστικά, κάτι παρασέρνει μέσα μου. Γίνομαι συναισθηματικός, εγώ που, ρωτήστε δεσποινίς παντού στον κάμπο, εγώ που είμαι πιο σκληρός και από τις πέτρες. Δεν θα ξανακοιτάξω καμιά στα μάτια δεσποινίς. Όσο και αν σας αγαπώ, δεν θα σηκώσω το πρόσωπό μου.

 (θυμώνει, κρύβει το πρόσωπό του)

Μπορείτε να πεθαίνετε εκεί επάνω από απελπισία, από έρωτα, μπορείτε να πέσετε στα πόδια μου, να ταπεινωθείτε δεσποινίς μα δεν θα στρέψω το βλέμμα μου.  Επειδή όλα αφοσιώθηκαν για πάντα στους δρόμους που χαράζει το νερό δεσποινίς. Βάζω στοίχημα πως τίποτε δεν έχετε νιώσει από όσα λέω, βάζω στοίχημα πως σας λένε Ευρυδίκη, πως τραγουδάτε υπέροχα, πως αν δεν βρείτε κάτι σύντομα τότε θα πνίξετε στο ουίσκι το ταλέντο σας. Ένα τραγούδι, σας ικετεύω, γονατίζω εμπρός σας για ένα τραγούδι. Μα πόσο σκληρή είστε, πώς δεν νοιάζεστε, πώς;

ΓΥΝΑΙΚΑ- Με λένε Ευρυδίκη και είμαι είκοσι ετών. Γεννήθηκα στην Ελευσίνα, δεν τραγούδησα ποτέ στην πόλη μου, όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί για ένα κορίτσι. Μα εσείς, κλαίτε;

ΑΝΔΡΑΣ – (κάπως συνέρχεται, βρίσκει την αυτοκυριαρχία του)

 Ίσως παρασύρθηκα κάπως, ίσως δεν έπρεπε να σας μιλήσω για μένα δεσποινίς.

ΓΥΝΑΙΚΑ – (παρηγορητική)

 Μην λυπάστε, καμιά φορά όλα τα παιχνίδια σπάζουν κύριε.

ΑΝΔΡΑΣ – (την κοιτάζει έκπληκτος)

 Πείτε μου…

(Το κορίτσι με το όνομα Ευρυδίκη παίρνει  να τραγουδά. Τα φώτα χαμηλώνουν στην σκηνή, ο άνδρας με ότι απέμεινε από την ψυχή του την χειροκροτεί. Το κορίτσι λέει μια σειρά τραγούδια με φθαρμένους στίχους. Όμως η φωνή της προσδίδει κάτι καινούριο στην παλιά μελωδία, η φωνή της χαμηλή, πίσω από την βροχή, όπως πίσω από τα φώτα ενός παλιού θεάτρου. Καμιά φορά κλείνει τα μάτια της, κάθε λίγο κάτι δικό μας παίρνει για πάντα μαζί της. Πλάι της φέγγει ένα ανοιχτό παράθυρο. Δεν υπήρχε ποτέ. Το αποκάλυψε εκείνη όταν επάνω στις μυσταγωγίες με μια κιμωλία ζωγράφισε τ’ ανοιχτό παράθυρο. Τα φώτα έχουν χαμηλώσει πια και το μαγαζί αρμενίζει μες στην πόλη, σκαρφαλώνοντας τα κύματα.)

ΑΝΔΡΑΣ – Όχι, όχι θα ήταν ένα λάθος να στρέψω το πρόσωπό μου δεσποινίς. Ίσως χαθείτε για πάντα, εκεί έξω γίνονται θαύματα και το παλιό μυστήριο καλά κρατεί ακόμη.

(σφίγγει τις γροθιές του, θυμώνει, δεν μιλά.)

Συνεχίστε το τραγούδι σας, είναι τόσο όμορφο δεσποινίς, ένας σκοτεινός Ορφέας δεσποινίς εμπρός στα μάτια σας δεσποινίς. Καλύτερα όχι, όχι βλέμματα. Καμιά φορά σημαίνουν τα πάντα δεσποινίς. Θυμάστε, σας έχω χάσει ήδη μια φορά, εκεί έξω.

(Το κορίτσι τραγουδά με σπασμένη, κάπως φωνή. Τα όργανα έχουν σταματήσει, η φωνή της είναι το μόνο ζωντανό στοιχείο αυτού του κόσμου. Σε λίγο σταματά, κοιτά τον άνδρα που καταρρέει επάνω στο τραπέζι του, κρυμμένο στο ημίφως του μαγαζιού, χαμένο μες στο όνειρο. Το κορίτσι μιλά.)

ΓΥΝΑΙΚΑ – Λοιπόν, κύριε, σας άρεσαν τα τραγούδια μου, η φωνή μου κύριε, σας άρεσε η φωνή μου; (σταματά και συλλογίζεται. ) Σας πίκρανα κύριε, κάποιος από τους στίχους κύριε ίσως;

ΑΝΔΡΑΣ – (δίχως να την κοιτάξει σηκώνεται θυμωμένος από την θέση του. Γκρεμίζει τα πράγματα του τραπεζιού, η βροχή δυναμώνει. Ανάβει ένα τσιγάρο και δίχως να γνωρίζει αν θα αντέξει στρέφει τα νώτα του στο κορίτσι. Μιλά.)

Αύριο το βράδυ, να είσαι εδώ. Βγαίνεις πρώτη. Ένα πιάτο φαγητό. Και αν είσαι καλό κορίτσι…(σωπαίνει, δεν γυρνά να την κοιτάξει)

ΓΥΝΑΙΚΑ – Ευρυδίκη, το όνομά μου είναι Ευρυδίκη κύριε! Σας ευχαριστώ, θα βγείτε κερδισμένος. Από την Ελευσίνα, όμως εκεί τίποτε δεν υπάρχει πια, όλα χάθηκαν κύριε. (σκοτεινιάζει μονάχη της) Λένε πως ίσαμε του Χριστού θα βρίσκονται Θεέ μου στην πόλη μας.

( Ο άνδρας που κάνει να περπατήσει, σταματά απότομα. Δεν την κοιτάζει.)

ΑΝΔΡΑΣ – Ευρυδίκη, λοιπόν. Άκουσε, αύριο το βράδυ, να είσαι εδώ με το πιο ωραίο σου φουστάνι. Μην πάρεις ποτέ το μέρος κάποιου, τα χρόνια που φθάνουν είναι εφιάλτες, να ξέρεις.

(χάνεται αργά στο βάθος της σκηνής. Δεν την κοιτάζει πιστός στον μύθο.)

 

Πέφτει αργό σκοτάδι στην σκηνή,

Ακούγονται μονάχα τα όργανα

Που αυτοσχεδιάζουν μια μελωδία.

Το κορίτσι ταξιδεύει.

Ο καιρός έξω είναι φριχτός

Είναι κάπως

Επικίνδυνος

Για τις άμαθες ψυχές

 

Το κορίτσι έχει πια απομείνει ολομόναχο στην σκηνή, κάτω από τα λιγοστά φώτα και την πολλή εξασθένηση. Τραγουδά την μυθική μελωδία του Λουίζ Μπονφά, που ανέδειξε η Ελιζέτε Καρντόσο. Δίχως όργανα, μοναχά με την φωνή της. Αργά πέφτει σκοτάδι στην σκηνή.)

 

ΤΕΛΟΣ

Απόστολος Θηβαίος