Πιστή και άθεη πάνω
στον ίδιο στίχο
χορεύω τον μαρασμό
που δεν τελειώνει ποτέ
χορεύω τα απέθαντα
γράμματα που έστειλες στον εαυτό σου
-αμνημόσυνη δέηση το όνομά μου-
συμπορεύομαι με τα γόνατα βαριά
σαν ανυποψίαστος σωτήρας·
ο βράχος καταπλακώνει
την αεναότητα της σισυφικής μου πράξης
και σαν την Καλυψώ στοιχίζω τη
θεϊκή θωριά μου πίσω απ’ τη
θνητότητα για χάρη μιας αντιζηλίας, γιατί
σ’ αγαπώ
δε σ’ αγαπώ
σ’ αγαπώ
όπως ο ποιητής το πιο
αδικημένο σπλάχνο του,
όπως το σπίτι του ο ξενιτεμένος,
όπως η καμήλα που ταξίδεψε στην έρημο
αδειάζοντας τον ύβο της για χάρη του
άπληστου ταξιδευτή
πριν να περάσουν από την τρύπα της βελόνας