VERSUS
2. Versus
Ελάτε, Στίχοι μου, να κάνουμε εχθρούς.
Δεν έχουμε ακόμη αυτούς που πρέπει˙
μονάχα κάτι μισερούς και χλιαρούς˙
έναν εσμό που σήπεται και έρπει.
Ελάτε, Στίχοι μου. Και να ‘στε μισητοί.
Στις αρετές του κόσμου σας ριχτείτε
σαν και το μαύρο –κι όλο λύσσα– το σκυλί
κι ώσμε τα δόντια, Στίχοι μου, οπλιστείτε.
Κι ανίσως νιώσετε τον στείρο γλυκασμό
και τη μαυλίστρα ανίσως νιώσετε ειρήνη,
σκοτώστε τον, ποδοπατήστε την, κι εγώ
την αληθή θα σας διδάσκω απειροσύνη –
του Μίσους, Στίχοι μου, του Μίσους που ρυθμό
πολεμικότατο σε νου και πράξεις δίνει,
Στίχοι από μέταλλο –κυκλώπειο και σκληρό–
κι απ’ την τραχιά που με συνέχει μνημοσύνη.
Το ίδιο τ’ όνομά σας το δηλοί,
το σταθερό εκείνο εναντίον˙
ουσία σας και πράξη και οφειλή
το versus και το adversus των ανδρείων.
Ελάτε, οι Στίχοι μου, τη μια με καλπασμούς,
την άλλη σαν τους κλέφτες, σαν φονιάδες,
σαν πυρκαγιά που απλώνει στους αγρούς
και σαν τους λύκους πάνω στις αρνάδες.
Ελάτε, Στίχοι μου, να κάνουμε εχθρούς,
ελάτε πάλι με όλους τους ανέμους
και πάλι ελάτε με όλους τους σεισμούς,
ελάτε για να κάνουμε πολέμους.
[Σελ.12]
8. Η μπαλάντα των χθαμαλών θεμάτων
Η Μούσα μου τις λάσπες δεν φοβάται,
γι’ αυτό συχνά-πυκνά και στιχουργεί
χωρίς πολύ-πολύ να συλλογάται
αν ευγενές το θέμα προς γραφή
ή αν θα δυσαρεστήσει τη Σχολη˙
κρατώντας το δικό της μετερίζι,
τρυφερεμένη κι άλλοτε σκληρή,
τ’ ανθρώπινα αγαπά να καθρεφτίζει.
Η Μούσα μου τ’ ανθρώπινα θυμάται,
για τους θεούς δεν νοιάζεται πολύ,
κι αν στα ελαττώματά της προσμετράται
και τ’ ότι γοητεία της ασκεί
συχνά το χθαμαλό απ’ τη ζωή,
ανέμελη όλο παίζει και σφυρίζει˙
η Μούσα μου, κοπέλα και παιδί,
τ’ ανθρώπινα αγαπά να καθρεφτίζει.
Γυναίκα – κι απ’ τα χώματα εφορμάται,
γι αυτό και ακόπως τόσο αδιαφορεί,
αν με μισό το μάτι την κοιτάτε
όσο πατούν τα πόδια της στη Γη,
όσο απ’ τις λάσπες δύναμη αντλεί,
όσο μπορεί εν Χρόνω να γνωρίζει˙
και μες στα ρυπαρά ερωτική
τ’ ανθρώπινα αγαπά να καθρεφτίζει.
Κι η Μούσα που με πείνα αληθινή
τίποτε ανάξιό της δεν λογίζει˙
αυτό ακριβώς που της αναλογεί
από το ακάθαρτο του κόσμου αγγίζει
και Γλώσσα της το κάνει ευθύς, γιατί
τ’ ανθρώπινα αγαπά να καθρεφτίζει.
[Σελ.19,20]
ΜΕΤΑΓΡΑΦΕΣ
5. Ralph Waldo Emerson
ΒΡΑΧΜΑ
Αν ο αιματόβρεχτος φονιάς νομίζει ότι φονεύει
κι ανίσως πως φονεύεται νομίζει ο φονευθείς,
κανείς τους δεν επίσταται τους κρύφιους, κι ας πιστεύει,
τους τρόπους που μετέρχομαι – φεύγω, γυρνώ ευθύς.
Τα ξεχασμένα ή μακρινά εγγύς είναι για μένα.
ο ήλιος και το έρεβος είν’ ένα και το αυτό˙
όλοι οι θεοί που πέθαναν εμφαίνονται σε μένα˙
και δεν ξεκρίνω εγώ ντροπή και γέρας δοξαστό˙
Εκείνος που με απόδιωξε άσχημα συλλογάται˙
όταν με αποφεύγετε, εγώ είμαι τα φτερά˙
εγώ είμαι η διερώτηση κι αυτός που διερωτάται
κι ο ύμνος που ο Βραχμάνος μου με ζέση τραγουδά.
Τον οίκο μου οι κραταιοί θεοί ζητούν, και καίνε,
και με ποθούν οι Επτά Ιεροί και με ζητούν ες μάτην·
όμως εσύ, του αγαθού πραότατε ερωμένε,
βρες με, και γύρνα αδίστακτος στον ουρανό την πλάτη.
[Σελ.68]
QUATRAINS OF A REBEL
Dies irae
et nunc et semper
Μνήμη Percy Bysshe Shelley
I
From the depths of your wild ocean
and the heights of your black stone,
set the crowds to wilder motion,
I am here; you ‘re not alone.
II
Something in the stone is waiting,
thou must speak the magic word,
be the One who is contemplating
all the Fate within the Sword.
III
Search the cryptic word of fire,
rest, if thou must, for a while,
then erupt in wild desire
and arise, Volcanic Isle.
[Σελ.83]
Θεοδόσης Βολκώφ – Versus - Παρισιάνου Α.Ε. , 2019