Άμουσος
(μπροστά στο δέος των χρωμάτων)
Ο Βίνσεντ
Μπαίνει μέχρι το γόνατο στα σταροχώραφα
Ή βουλιάζει στο γαλανό τ’ ουρανού
Με μια και δυο
Και τρεις χεριές κολυμπώντας
Έως εκεί όπου κοντοστέκεται
Φοβισμένο ένα κοπάδι από πουλιά
Ή άγνωστα ονόματα στον ύπνο.Αν είχα
Βέβαια μια ευχή
(Τώρα που με κούρασαν οι άνθρωποι
Τα λόγια οι υποσχέσεις η ματαιότητα
Ο ζήλος για κάθε τι κακό
Και τα ψεύτικα στολίδια τής ζωής μας)
Αν είχα την άλλη φωνή τη μυστική
Για να ευχηθώ
Ξόρκι στο στόμα αρχαίου μάντη
Θα έλεγα να τρυπώσω σε μια τέτοια ουτοπία
Και να χαθώ για πάντα μες στα χρώματά της
Σαν ανεμώνη στο αφτάκι τής αύρας
Σαν κόκκινο τριαντάφυλλο στα μαλλιά κοριτσιών
Πριν τύχει – ποτέ δεν ξέρεις
Τί δρόμο θα πάρει το σαρκίο –
Να πρέπει κι εγώ να κρεμαστώ
Στα πιο ψηλά κλαδιά με τις κραυγές μου
Όπως τόσοι και τόσοι
Που νόμισαν ότι βρήκαν έτσι
Τόπο ανοιχτό για τη γαλήνη•
Ωδή σ’ έναν σκύλο
[που κατούρησε το άγαλμα τού Τρούμαν]
Λίγο πριν ξημερώσει και χαράξει
Και όσα χάθηκαν ίσως τα ξαναβρείς
Σου λέει η μπίρα στο ποτήρι
Νύχτα Τετάρτης
Και δεν αδειάζει
Όπως η ζωή η δήθεν μισογεμάτη
Οι φίλοι που σε ξεπούλησαν για κάτι ή εκείνη
Η ηχώ τού κρυστάλλινου γέλιου
Με το κόκκινο φόρεμά της•
Ας φύγουν όλα λοιπόν
Στον αγύριστο τού μυαλού
Στα τσακίδια τής συννεφιάς
Που κουβαλάς στο πίσω μέρος και δε λες
Να πετάξεις στον κάδο των επιλογών σου
Πριν στρωθείς για τα καλά στο πάσο
Όπου συν-δυό δεν κάθονται
Συν-τρείς δεν ξεφαντώνουν
Να πιεις και πάλι ένα ποτάμι από ελπίδες
Να καταπιείς μια θάλασσα από λάθη
Με τις υπόλοιπες σκέψεις
Πώς και πώς περιμένοντας την ανατροπή των γεγονότων
Αδέσποτες
σα
σκύλος
που
κατουράει
στην
άδεια
πλατεία
το
άγαλμα
ενός
μακελλάρη•