Απόστολος Θηβαίος | Μια ιστορία με άπειρες σελίδες

© Aenne Biermann

Ζωή, μισή
Ιερή,
Μισή
πορνογραφία

 

Μια ιστορία με άπειρες σελίδες
για την θερμή αφοσίωση στις μουσικές της ζωής μας

[… Η πιο δύσκολη ώρα είναι Μαρίνα όταν σβήνουν τα φώτα. Οι ηθοποιοί τίποτε δεν σημαίνουν, παρατημένα πράγματα στο μεγάλο, παιδικό δωμάτιο. Δεν βαριέσαι, αυτή είναι η ζωή του μπουλουκιού Μαρίνα. Συμπληρώθηκαν τόσα χρόνια φέτος, ό,τι σου υποσχέθηκα πνίγηκε στις θάλασσες που πέρασα. Και δεν ξέρω γιατί σου γράφω Μαρίνα. Υποθέτω, πως τα περισσότερα βράδια η μοναξιά θερίζει Μαρίνα, μα τότε μπορώ κάπως, έστω τελευταίος, να υπάρχω. Όμως κάτι άλλες νύχτες, τρέχω από παράθυρο σε παράθυρο, παρακαλώ να ξημερώσει, θεέ μου αν ήταν λιγότερη αυτή η ερήμωση, αν μπορούσες Μαρίνα να φανείς μέσα από την κουζίνα, κουρασμένη μ’ έναν παλιό έρωτα στα χέρια σου, σκοτώνοντας τ’ αρχαία παγόνια στις πόρτες. Τα τζαμωτά.

Δεν διαθέτω πια όνειρα Μαρίνα. Η φωνή μου, έξω απ’ τον κόσμο του κουρελιασμένου μου θεάτρου, μοιάζει με τα ξύλα στις λάσπες, εμπρός Αλαίν, βάλε όλη σου την δύναμη, πάνω από όλα είσαι ένας εργάτης σε αυτόν τον θίασο, στο λέω εμπιστευτικά Αλαίν, η  ιστορία σου με την Μαρίνα, γνωρίζεις πόση σημασία παραχωρεί στις ηθικότητες ο κύριος.

Δεν θα έπρεπε να σου γράφω άσκοπα πράγματα. Οι σελίδες κοστίζουν Μαρίνα. Άραγε να φτάνουν κάπου αυτές οι λέξεις, δεν είναι όλα χαρτονένια Μαρίνα, άκου που σου λέω. Βρισκόμαστε έξω από την Μπρέσια, όλα στην πόλη μαρτυρούν πως πέρασε από τούτα τα μέρη ο φονιάς Μαρίνα. Βρέχει καταρρακτωδώς Μαρίνα, όλα πνίγονται, τα φώτα γίνονται παράλογα, τα άλογα τρομάζουν και μεταμορφώνονται σε μια τρομερή φύση Μαρίνα. Άλλο τίποτε δεν έχω να σου πω. Γερνάω αργά μες στους καθρέφτες, τ’ ομολογώ πως δεν διαθέτω καθόλου διάθεση για αστεία Μαρίνα, για τους έρωτες ούτε λέξη. Μες στο κάρο με ένα διαλυμένο κηροστάτη, όλοι οι μεγάλοι μου ρόλοι με εγκατέλειψαν Μαρίνα. Πόση ταπείνωση, πόση.

Το γράμμα τέλειωνε απότομα. Έπειτα από μερικούς μήνες ένα μικρό δέμα έφθασε στην Θεσσαλονίκη στην συνοικία του Ντεπώ. Ένα ρολόι, το δεύτερο πουκάμισο, ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα με ανάγλυφη μια επωνυμία, μερικά δημόσια έγγραφα. Και το χαρτί, το χαρτί που επιβεβαιώνει πως πέθανε, μοναχικός, σαν τ’ αγριοπούλι που δεν έχει κανέναν ανάγκη την ύστατη ώρα. Παρά μόνο τον βράχο, το κύμα, την άμορφη τελείωση…]

¥

Και όταν πια οι ιστορίες τελειώνουν, δειλά προχωρούν τα όργανα, ταπεινές ταξιαρχίες μέσα από τους κήπους, μ’ ωραία χάλκινα και πιάνα που καραδοκούν σαν άγρια ζώα. Για να πουν τα συμφραζόμενα, τα καίρια, τα μυστικά τα λόγια, όσα δίστασαν και όσα χάθηκαν στις ξαφνικές ριπές. Η λέξη για το σύμπαν δεν βρέθηκε. Ακόμη μια ήττα, ακόμη μια φορά συλλογίστηκε και σαν τους δερβίσηδες που σαν το  θελήσουν μεταμορφώνονται σε δίνες παραχώρησε τα χέρια του στους ήχους. Είδε τον κόσμο εντός του, δίχως παρεμβολές έφθασε στις δικές του τις πηγές που από καιρό τις είχε πιστέψει χαμένες. Άπλωσε το χέρι του και αφέθηκε στο παιδί που ως γνωστόν στέκει πάντα κοντύτερα στην μουσική, αμεσότερα απέναντί της. Μαζί του αφέθηκε και εκείνη και ένιωσε την ζωή. Το πρόσωπό του έφυγε με το φθινόπωρο, έχοντας νιώσει σε βάθος την ζωή. Μπορούσε να ζήσει με την πίκρα του ή πάλι να φτιάξει έναν ολοκαίνουριο νεαρό θεό του καλαμποκιού στα μάτια αυτού του κόσμου. Δεν νοιάστηκε. Στα πεντάγραμμα είχε τα σύνεργα. Η βία της απώλειας, το γνώριζε καλά, θα την κατοικούσε, σαν σπίτι ξαφνικό μ’ ανάλαφρα συντρίμμια σε μια επαρχία ή πουθενά. Κράτησε στα χέρια της τα κλειδιά και πέρασε στην ιστορία που τρέχει πίσω από τις γραμμές της ταπετσαρίας.

 Απόστολος Θηβαίος