Η ζωή μου διαρκεί όσο με διατρέχει το ρεύμα. Τίποτα δεν είναι πιο ζωτικής σημασίας όσο το ηλεκτρικό ρεύμα που με καθιστά ζωντανό. Άρχισα να κατοικώ στην οδό Μέλβιλ 32α μια συστοιχία κατοικιών παλαιάς κοπής. Ζούσα κοντά στο χαμηλοτάβανο πατάρι σε πείσμα των καιρών. Η Ρόουζ ξεκλείδωνε το διαμέρισμα απέναντι. Λέω ξεκλείδωνε γιατί ουσιαστικά έλειπε όλη μέρα και μονάχα λίγο πριν το ξημέρωμα επέστρεφε. Δεν μπορώ να σας δώσω άλλες λεπτομέρειες –αυτό άλλωστε θα ήταν απρέπεια- μιας και η δουλειά μου είναι να φωτίζω κι όχι να σκοτίζω τα πράγματα. Εδώ που τα λέμε, η φίλη μας δεν ήτανε κακός άνθρωπος , μονάχα λιγάκι επιπόλαια.
Κάθε φορά που άνοιγε με θόρυβο η εξώπορτα, καθώς επέστρεφε καθημερινά, προσπαθούσε να ανάψει τσιγάρο. Ένα βήμα και τσαφ-τσάφ το τσακμάκι. Στάση, μια μεγάλη ρουφηξιά και ανέβασμα στη σκάλα μέχρι το διαμέρισμα. Χρειαζότανε τρία δευτερόλεπτα για να πατήσει το μπουτόν για το φως της σκάλας. Εκεί ζωντάνευα και την καταλάβαινα. Βλαστημούσα –τι το θες το ρημαδοτσίγαρο- και άρχισα να την παιδεύω. Μετρούσα τρία δεύτερα και έστριβα αριστερά το σώμα μου με τρομερή δεξιοτεχνία. Το φως έσβηνε.
Αυτό τα καλό είχαμε ως λαμπτήρες, εξ αιτίας ενός ελαττώματος στο σύρμα της αντίστασης που έδινε τη λάμψη- ήτανε υπερβολικά λεπτό- είχαμε την ικανότητα να συστρέφουμε το σώμα μας προς τα αριστερά με ευκολία. Αυτό διέκοπτε τη ροή του ρεύματος και γινότανε συσκότιση. Το διασκεδάζαμε αφάνταστα παρ όλες τις αντιρρήσεις των άλλων. Αυτή η διακοπή έβλαπτε σημαντικά τη διάρκεια ζωής μας. Το ξέραμε αλλά δεν θέλαμε να πεθάνουμε ανιαρά.
Η καλή μας Ρόουζ, δεν έλεγε να εγκαταλείψει τη συνήθεια του τσιγάρου κι εγώ την ταλαιπωρούσα. Ήταν βαριά η μυρωδιά τους, φτηνά τσιγάρα. Ο καπνός που ξεφυσούσε, μου έφερνε όλη την οργή της και θάμπωνε την λάμψη μου. Το ζήτημα λοιπόν προσωπικό. Άσε που για να βρει το κλειδί στην τεράστια αρμάθα – σαν τον κλειδοκράτορα του Πύργου- έπρεπε να περιμένω μέχρι τη λήξη του χρονοδιακόπτη. Έσβηνα χάνοντας επεισόδιο μέχρι να ξαναπατήσει το μπουτόν . «Άντε κυρά μου έχουμε και δουλειές» φώναζαν και με το δίκιο τους οι συνάδελφοι της Pint & son corp.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχαμε δα και τόσες δουλειές, πέραν της εξασκήσεως σε πιρουέτες αυτοκτονίας. Ωστόσο υπήρχε συναίσθηση του καθήκοντος και ανάβαμε κατ’ εντολή του μπουτόν. Αλλά αυτή η ΔΕΗ μας μπούκωνε με υπέρταση κι έτσι αναγκαζόμασταν να εκτελούμε τα ακροβατικά μας. Υπήρχε μια διάχυτη δυσαρέσκεια των ανθρώπων για τις διακοπές του φώτων και στη συνέλευση του συμπλέγματος των κατοικιών, προτάθηκε οι αλλαγή μας από νέους λαμπτήρες τεχνολογίας led. Λιγότερη κατανάλωση ρεύματος και άσπρο φως. «Τί λέτε βρε γι αυτά τα ανορεξικά μοντέλα με το ψυχρό φως! Συγκρίνεται η ζεστασιά του βολφραμίου; Δε θα ξεμπερδέψετε εύκολα με μας θα αγωνιστούμε μέχρι θανάτου». Αν δε μας προλάβει καμιά υπερτασική προσβολή.
Είχα μια έννοια για τη Ρόουζ, φαινότανε ότι την απασχολούσε κάτι τελευταία. Έμπαινε πλέον με αναμμένο το τσιγάρο και δεν άναβε το φως της σκάλας. Πού τα ξέρω και σας τα λέω; Υπήρχε χρόνια βλάβη στο σύστημα διαρροής ρεύματος-επικίνδυνα πράγμα- όμως για μας έδινε μια παράταση ζωής. Ίσα που ανέπνεα και μπορούσα να αισθανθώ τι γινότανε γύρω μου. Ο διάλογος στο κινητό θα μπορούσε να μου πει πολλά, όμως δεν ήξερα τις συνήθειες των ανθρώπων. Εδώ που τα λέμε τι σχέση έχουμε με τους κοινούς θνητούς;
Ο πόνος της καταλάβαινα ότι ήταν μεγάλος. Κάποιος Τζιμ της έψηνε το ψάρι στα χείλη κι εκείνη του ‘λεγε « δεν παει άλλο. Τέρμα!». Τη λυπήθηκα. Έπαψα να κάνω πιρουέτες κι άρχισα να παρατηρώ πιο προσεχτικά. Έστρεφε το βλέμμα της και με κοιτούσε. Τα μάτια της δάκρυα και το τσιγάρο ντουμάνι. Την έβλεπα που σκαρφάλωνε στην σκάλα και φώτιζα όσο πιο καθαρά μπορούσα το δρόμο της. Όταν έφανε στην πόρτα της γυρνούσε προς το μέρος μου κι ξεσπούσε σε λυγμούς. Λύγιζα κι εγώ και τρανταζόμουνα. Παραλίγο να σβήσω μα κρατιόμουν με πείσμα. Αυτό το σκηνικό κράτησε μέρες πολλές. Η υγρασία και ο καπνός με κόλλησαν στο ντουί σταθερά. Ήμουν ανίκανος να κάνω πιρουέτες και φώτιζα σταθερά.
Μια μέρα, μαζί της ήρθε φουριόζος και ο Τζιμ. Η πόρτα βρόντηξε κι εγώ ξύπνησα απότομα απ το νευρικό πάτημα του μπουτόν. Βρισίδια, σπρωξιές, η ψυχή μου σπάραξε! Άρχισα τα αναφιλητά- αναβόσβησα- ο Τζιμ με αγριοκοίταξε κανά δυο φορές. Με πείσμα προσπαθώ να κρατηθώ για τη Ρόουζ. Ο καυγάς μεταφέρθηκε στο διαμέρισμα με ανοιχτή την πόρτα. Αναβοσβήνω έντονα. Ο Τζίμ αρπάζει μια ομπρέλα και ορμά προς στο μέρος μου. Προσπαθώ να κάνω πιρουέτα. Αδύνατον έχω κολλήσει στο ντουί. Μου καταφέρνει μια βρίζοντας, και πέφτω κάτω θρυμματισμένος σε χίλια κομμάτια. Αυτό που δε γνώριζα, όπως κι εσείς φαντάζομαι, η ζωή ενός λαμπτήρα δεν παύει αμέσως. Είδα τη Ρόουζ ξεφυσά τον καπνό πάνω μου- το ρημαδοτσίγαρο- καθώς μάζευε τα κομμάτια μου.
Η Pint& Son Corp. αντικατέστησε τους λαμπτήρες της γενιάς μας με led λευκού φωτισμού. Η Ρόουζ δεν είναι με τον Τζιμ που αντικατέστησε τις λάμπες, στην πολυκατοικία για λογαριασμό της εταιρίας.
◊
Ο π. Παύλος Καστανάρας γεννήθηκε στη Λάρισα το 1975. Σπούδασε θεολογία και δημιουργική γραφή. Γράφει ποίηση και διηγήματα. Το 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ο Μωβ Σκίουρος» το Μικρό άγημα / Κlaine trupe, η πρώτη του δίγλωσση ποιητική συλλογή.