Δεκέμβριος του 1930. Στις αχανείς πεδιάδες της Νότιας Ντακότα, ο άνεμος λυσσομανούσε διαρκώς και πυκνά σύννεφα σκόνης κάλυπταν το τοπίο. Έξι μήνες ανομβρίας είχαν στραγγίξει τη γη, το χώμα σκέτη άμμος. Το καλαμπόκι και το βαμβάκι ξεράθηκαν πριν καν βλαστήσουν. Ότι απέμεινε έπεσε βορά των πουλιών. Οι άλλοτε εύφορες εκτάσεις της Αμερικής των πρώτων αποικιστών θύμιζαν την Σαχάρα. Μετά την μεγάλη Ύφεση, το σχέδιο ανάκαμψης αναπτέρωσε το ηθικό του έθνους και έδωσε ώθηση στην οικονομία. Σε όλη την Αμερική, η παραγωγική μηχανή είχε πάρει και πάλι μπροστά. Οδικές αρτηρίες, σιδηρόδρομος, φράγματα για την παραγωγή ενέργειας και την άρδευση των καλλιεργειών έδωσαν δουλειά και προπαντός πίστη στο μέλλον. Εδώ ο άνεμος σκόρπισε τις μεγάλες προσδοκίες.
Οι ώρες αναμονής στο σπίτι ατέλειωτες. Φυλακισμένοι με τις πόρτες ξεκλείδωτες, περίμεναν με καρτέρια το τέλος της ποινής. Να βγει κάνεις έξω ήταν μια απόφαση με ρίσκο. Όσοι το τολμούσαν, με περπάτημα λες και ταξίδευαν με πλοίο μέσα στην τρικυμία, τρέκλιζαν από τον δυνατό αέρα και την σκόνη που έκαιγε τα μάτια. Η άμμος μαστίγωνε τα γυμνά μέρη, τιμωρία για όποιον δραπέτευε από το ασφαλές καταφύγιο. Μόνη παρηγοριά μερικές ρουφηξιές τσιγάρο και αυτό με φειδώ.
Άνθρωποι και ποντίκια μοιράζονταν την ίδια αβεβαιότητα. Τα αποθέματα τροφής είχαν φτάσει σε οριακό σημείο. Οι οικονομίες είχαν εξανεμιστεί με την ραγδαία αύξηση των τιμών. Το κρέας 25 σεντς, το παστό ακόμα περισσότερο. Το πετρέλαιο για την λάμπα, τα κεριά, όλα. Λίγο καλαμποκόψωμο, φασόλια και πατάτες το γεύμα της ημέρας. Το βραδινό ακόμα πιο λιτό. Αυγά βραστά και ψωμί στο μισοσκόταδο. Τα ψίχουλα και κάποια τσόφλια συντηρούσαν τα μικρά τρωκτικά που αργά την νύχτα ξετρύπωναν από τις χαραμάδες. Τα συνήθισαν πια και κανείς δεν έδινε σημασία όταν κάποιο θαρραλέο τριγυρνούσε κάτω από το τραπέζι. Οι παλιοί έλεγαν ότι όσο είναι εδώ τα ποντικά, η ζωή αντέχει. Όταν εξαφανιστούν και αυτά θα είναι ώρα να σκεφτούμε το μέλλον μας.
Τα βράδια ο άνεμος κόπαζε και η αφόρητη ζέστη έδινε την θέση της στο δροσερό αεράκι. Τα τσακάλια ούρλιαζαν κάτω από το φως του φεγγαριού. Κάτι τέτοιες μέρες στο μόνο μπαρ της περιοχής η μουσική έπαιζε δυνατά. Κυρίως μπλουζ. Ένα μισοκουρδισμένο πιάνο, μια και ενίοτε δυο κιθάρες, πότε μια φυσαρμόνικα. Παρτιτούρες φυσικά δεν υπήρχαν. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα στην αρχή για να ζεσταθούν τα όργανα και οι φωνές, συνοδεία φτηνού ουίσκι που άναβε τα σωθικά.
“ Η ξηρασία είναι εδώ και οι άνθρωποι δεν έχουν σπίτι,
Και εγώ περιπλανώμενος περιφέρομαι εδώ και εκεί”.
“Θεέ μου δείξε επιτέλους κάποια καλοσύνη και έλεος,
Στείλε λίγη βροχή κάτω στην γη για να μας διευκολύνει την ζωή”.
..και άλλα τέτοια μελαγχολικά τραγούδια.
Οι μουσικοί με μεγάλη ικανότητα αυτοσχεδιασμού στην μελωδία και στον στίχο έπαιζαν ακατάπαυστα. Το τραγούδι και οι νότες του πιάνου αντηχούσαν στην απόλυτη ερημιά. Φασαρίες και καβγάδες δεν γίνονταν. Το μεθύσι κόστιζε άλλωστε. Προς το τέλος της βραδιάς ήταν καθιερωμένο να τραγουδούν όλοι μαζί a cappella. Ύστερα ένας ένας έπαιρνε τον δρόμο για το σπίτι.
Τα νέα από τον έξω κόσμο ήταν περιορισμένα και με καθυστέρηση. Για εφημερίδες ούτε λόγος. Το τραίνο περνούσε σπάνια. Οι αμμοθύελλες μπλόκαραν κάθε τόσο τις γραμμές και η αποδεκατισμένη αγροτική παραγωγή έκανε ασύμφορη τη διατήρησή της. Το ταχυδρομείο είχε εδώ και καιρό κλείσει. Ο τηλεγραφητής συνταξιούχος πλέον δεν αντικαταστάθηκε. Κανείς νέος δεν ήθελε να αναλάβει το πόστο έστω και με 25 σεντς παραπάνω την ημέρα.
Κοντά στα τέλη Οκτωβρίου του 1932, ύστερα από μια αμμοθύελλα που σάρωσε την περιοχή, η πόλη γέμισε νεκρά ποντίκια.
◊
Ο Φοίβος Σταμπολιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Μέσα επικοινωνίας στο Πάντειο και έλαβε μεταπτυχιακό Διεθνών Σχέσεων την Αγγλία. Εργάζεται στον Δημόσιο Τομέα ταξιδεύοντας συχνά στο εξωτερικό όπου και φωτογραφίζει. Ταξιδεύει πολύ με μοτοσυκλέτα φωτογραφίζοντας, εξερευνώντας νέες διαδρομές και δοκιμάζοντας τα όρια της υπομονής του ενώ τα δύο τελευταία χρόνια κάνει επιτόπια ερεύνα και μελέτη των βυζαντινών μνημείων. Παράλληλα μελετά θέματα Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας καθώς και λογοτεχνίας. Έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις ενώ φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Φωτογράφος. Σποραδικά γράφει ποιήματα, διηγήματα και ασχολείται με την χαρακτική και λίγο σχέδιο.