Στάζει η στιγμή σαν να είναι η απέραντη κρυφή θλίψη στις σταγόνες που μεγαλώνουν πάνω στην πέτρινη βρύση της Τζεμάα ελ Φνα. Το παιδί σκύβει να πιει λίγο νερό να δραπετεύσει την δίψα του. Στην ανοιγμένη θύρα της εκβάλει το σαλεμένο μελάνι. Ξεγλιστρά ως ένα ενσαρκωμένο φίδι στον μαύρο καπνό και ανεβαίνει αργά από το αφεγγές δοχείο του. Ξέρει πολύ καλά πώς να συγχωράει για την αποστολή του φευγιού του. Προχωρεί στο παζάρι της ανόδου που δεν πληροί άλλα ανασηκωμένα θαύματα στα μανίκια του. Το μαρτύριο της επανάληψης κάποτε λιποψυχεί και η πηγή στερεύει από διαυγές νερό. Η ζωντανή οχιά ελίσσεται και ορθώνεται στυλωμένη εμπρός του και αρχίζει να το ρωτάει πράγματα αλλόκοτα Το μικρό παιδί έχει ήδη μεγαλώσει την δύναμη των ματιών του γνωρίζει μόνο τα ερωτήματα δίχως τις απαντήσεις. Σαν την πιο σκοτεινή μορφή που σου υφαρπάζει ότι απέμεινε από το ασημένιο φως και ξεβγάζει στην ακτή της αλήθειας. Σαν το φτερωτό κύμα που ανεβαίνει μπροστά του και σκαλώνει στο κάθε του κόμμα ξεφεύγει από την γλυκιά παρένθεση της πνιγμένης λαλιάς που σφραγίζει πόρτες και παράθυρα. Χτυπά τα πλήκτρα η προσκεκλημένη κραυγή και με αναφιλητά και με το φυλλοκάρδι που κατακαίνε την ώρα που διασχίζει την φωτιά ο μικρός Αμπντελάχ αρχίζει να ουρλιάζει από φόβο. Η παρούσα τίγρης της Βεγγάλης στο σιδερένιο κλουβί μαγνητίζει τα σωθικά του που κουβαλάει ο νους του υπηρετεί τώρα το ανείπωτο με την ματιά του. Ξυπνάει μέσα στο αραχνούφαντο χιτζάμπ μιας μάντισσας που αγγίζει την νεκρόπολη της Καρχηδόνας εώς τις μακριές Ινδίες της ανατολής και τοξεύει τα λευκά άστρα της ερήμου σαν βέλος ακέφαλο. Σουρουπώνει η ανατολή στα γραμμένα μάτια του που κοιτούν το αντικαθρέφτισμα του γυρτού ήλιου. Συνεχίζει το φλόγισμα του το ταξίδι και μαλακώνει στο βαθύ κόκκινο ρήγμα που διανοίγει στην τάφρο της θάλασσας.
Μέσα στο απαγίδευτο καρτέρι η ζοφερή προσμονή του παραμονεύει τον κυκλώνα του κοιτάγματος με το παρόν θηρίο εμπρός του να στήνει των πρώτο χορό των μαροκινών. Νιώθει σαν ένας ευνούχο που παρέδωσε το κορμί του από καιρό πριν στο δυνατό άγγιγμα του μελαμψού βασανιστή. Μεταμφιέζεται πάντα ντυμένη η νύχτα και πλησιάζει πάντα τόσο αργοπορημένα. Κρατάει όρθιος το κοφτερό σπαθί και σχίζει το τέλος της μέρας στα μισά. Γονατισμένη η καρδιά του χτυπάει στο γυμνό τρίχωμα του καρπού του που ακουμπάει σαν ίσκιος στο χώμα και σφυροκοπά το ανεκπλήρωτο ορυμαγδό των σκουριασμένων αλυσίδων. Νιώθει ότι τα χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι. Τρέχει σαν μυστικό τρένο προς στον άδειο σταθμό για να λυτρώσει το ταξίδι πάνω στο αρραγές του δρόμου με τα εξωτικά πουλιά που πωλούνται στα ερμητικά κλεισμένα κλουβιά με τα σκλαβωμένα τους φτερά πιασμένα στην αταλάντευτη ακινησία. Επιθυμεί σαν τον αντήλιο θησαυρό και άλλο τόσο να θέλει να φύγει για να προφτάσει το ξημέρωμα στο πλήρωμα που έχουν οι βαθιές ανάσες στις άνω τελείες της πόλης. Στους μυστικούς αστερίσκους που στέκονται σαν κορωνίδες στα εκπληρωμένα βαγόνια αιμορραγούν τα πειραγμένα αιδοία των εφήβων κοριτσιών στις άδειες νύχτες δίχως άλλο πια την παρουσία του δεσμώτη.
Το ίδιο με τα πουλιά το ίδιο και με το άγριο φίδι που το τιθάσευσε ο γητευτής χωρίς καμία μαρτυρία επιθυμούν την ελευθερία της επιλογής τους. Στην ομολογία των λέξεων αναθρώσκει το μακρινό βλέμμα στα άστρα της χαίτης του αλόγου και εκτοξεύει στο πέταλο το πικρό δηλητήριο στην απόκεντρη μοναξιά της ερήμου που σμιλεύει ακόμη την σκλαβωμένη άμμο με τα σκούρα χέρια της. Στην κάθε επιτελική γραμμή της θυσίας που σέρνεται στα έρημα ρείθρα της πιο έντονης πορφύρας της πόλης μεσουρανεί σχεδόν από πάντα στο μισό αφανέρωτο τίτλο του φεγγαριού το άλλο μισό και κινδυνεύει να χάσει το αζιμούθιο του. Μέσα στον λαβύρινθο της παλαιάς μεντίνας τριγυρνά σαν ξένος τώρα πια. Παιδικά χρόνια που έφυγαν μαζί με το μαδέρι που πλάγιασαν κάποτε στην μεγάλη ακρογιαλιά και τα έκλεψε το μεγάλο κύμα της Εσαουίρα.
Τώρα στέκεται μονάχο σαν το ένοχο φρούριο και θυμάται στους πρόποδες του χαρμανιού του καφέ στα ελαφριά νέφη των ναργιλέδων στα καφενεία των αντρών αναμασάει την πικρή σοκολάτα και μονολογεί τα παλιό παιχνίδισμα των μικρών σκιών με το μαροκινό φως. Διαχωρίζεται η πρώτη νιότη της ελευθερίας από την ίδια την γέρικη έρημο σαν την κατάλευκη νυχίδα που συνοδεύει την αχίλλειο πτέρνα που αστράφτει στο δρεπάνι του ήλιου σαν τη χρυσή κεντίδα που εκλείπει στο φίλημα του ποδιού ανασηκώνεται η αποξηραμένη σκόνη στο σκληρό πέλμα που τον στίλβωσαν οι κακοτράχαλοι βράχοι. Ορμούσαν σαν τα μαχαίρια οι άνθρωποι να του κλέψουν λίγο από το χάραμα εκείνο το μοναδικό που έγνεφε τα όνειρα του προς την θάλασσα που ονειρεύονταν. Ξεσήκωνε τα κύματα της στον χαμένο παράδεισο των δαχτύλων που αγγίζαν την άμμο. Στην χοάνη της αγοράς τον είχε αρπάξει το πιο έντεχνο της μοίρας κέλυφος. Σε εκείνα τα μικρά απογεύματα που ενορχήστρωναν την ανόθευτη ανδαλουσιανή κιθάρα που την κρατούσε ένας έφιππος Ανταίος στον τελαμώνα και τα ύφερπε μαζί του τις μελωδίες στις αδόκητες σκόνες και στην κατάχλομη ώχρα από την αμμώδη περπατησιά ανέβαινε στην πιο μυστική ζωγραφισμένη πινελιά των αηδονιών στα ανήλια σκαλοπάτια των δακρύων που δεν έχουν την οδό των παιδιών.
Εκεί που συναντούν οι καταδότες τα πληρωμένα φιλιά στα γεννημένα χείλι πάνω στα σκεπάσματα με τα ιδρωμένα άπλυτα σώματα στην επιφάνεια ενός κόσμου με γενειάδα που ρέει στο τριμμένο κίμινο με το φλογισμένο κρασί που ρέει στα σκαλοπάτια και κυλάει προς την άβυσσο. Στις άρρητες καρδιές που δειπνούν με την αμβροσία του λόγου μελαγχολούν στο μυστήριο του κόσμου που είναι το μακρινό θέλγητρο της μήτρας που μαγνητίζει η ανατολή στον τράχηλο των σκοτεινών δρόμων του κόλπου. Οργασμός και ο πόνος της γέννας ταυτόχρονα που δημιουργεί ένα νέο συμβάν τυχαίου γεγονότος που αρχίζει και ξεσφίγγει τις ήδη σπασμένες αλυσίδες.
Στεγνώνει σαν μια πλατιά κηλίδα στο στομάχι που απλώνει τις πεθυμιές στα κιλίμια μαζί με όλες τις απρόσμενες εμμονές της ανατολής που στοχεύουν την δίψα της νύχτας που στριφογυρίζουν σαν το κοπάδι των ηλιαχτίδων που έχει χαθεί και μαζί με τα μπαχάρια κοιλοπονούν τη μετάνοια στο αρμό της κάθε πέτρας που χτίζει την έρημο. Μέσα στην ρυμοτομία της σκόνης σκεπασμένες σκιές στου λαβυρίνθου τα ανυπεράσπιστα τοίχοι γράφονται και πλέκονται ξανά οι ζωντανές τελματώσεις του βαθύτερου σκοταδιού και οι πιο ζωηρές ταλαντώσεις του φωτός ξεπηδούν σαν τα ακατοίκητα όνειρα και κλέβουν κάτι από το ξημέρωμα αυτό για να μεριμνήσουν το λίγο από το αύριο.
Λάσπη στον χρόνο που συγκρατεί τον πηλό χτίζει και γκρεμίζει βερβερικές λέξεις που ταξιδεύουν. Βάφει και ξεβάφει η ώχρα στο αναπάντεχο γιατί που λιποψυχά στην κατάμεστη ψιλή αυγή σε κάθε βουνό που στέκεται σαν μοίρα που προσδοκά κάτι περισσότερο από την ακινησία στην ασφυξία της μεγάλης πλατείας και στο ανοιχτό πολύεδρο διάνυσμα της πλατεία της Τζεμάα Ελ Φνα σαλπάρει στο μπλε βαθύ κιτάπι που απλώνεται σαν δεύτερος ουρανός. Ανθίζει πάνω ένα γιασεμί και γίνεται κήπος γεωμετρικός σαφής και ξάστερος που κοιτάζει τον βοριά σαν ένας απόμαχος μάγος που ξιφουλκεί την ματιά του και ρυμουλκεί το φύλλο το κατάξερο πάνω στις βαγιές που κυλούν σαν βάρκες στο ποτάμι του. Σαν την ροδαλή βεντάλια που σκορπίζει την παρθενία στην ατιμασμένη όψη κάθε κόκκου σκόνης στο υγρό μέτωπο του Αυγούστου ο μικρός Αμπντελάχ δεν συνεχίζει παρά να κάνει αυτό μονάχα. Να υπηρετεί πιστά τον δικό του θεό έτσι όπως τον έπλασε ο ίδιος μέσα του έτσι όπως τον εφεύραν τα σπλάχνα του εκεί που τον τοποθέτησε η μοίρα ως ένα ηθοποιό του εαυτού του που παίζει στην Τζεμάα Ελ Φνα. Όπως υπήρχε στην κάθε μορφή μέσα σε αυτή την πλατεία διάνυσε ολόκληρη την ζωή του και ας πίστευε πως δεν τον είχε συναντήσει σχεδόν ποτέ. Πάντα περίμενε να τον δει μπροστά του σαν μια βροντή , σαν ένας ρακένδυτός αγύρτης σαν ένας μάγος που πλάθει την θέαση των ηρώων του σαν ένας υποκριτής του πόνου που παζαρεύει μια οκά λάδι. Ας ήταν και ντυμένος αλλιώς σαν την μαύρη μάντισσα από την Καρχηδόνα που έρχονταν από μακριά ας ήταν κρυμμένος ανάμεσα στα φίδια και τους γητευτές που μαδούσαν τόσα χρόνια στα μαραμένα τριαντάφυλλα που ξέβαφαν το κόκκινο βελούδο τους πάνω στα σκληρά αγκάθια.
Τα φύλλα των Αργκανίων ρίχνονταν τώρα στο όψιμο φθινοπωρινό σκηνικό. Έπεφταν με τους καρπούς τους μπροστά στην κεντρική αυλαία με τις κουίντες στα πλαϊνά τοίχοι να σκεπάζουν την άδεια σκηνή. Τα φώτα άναψαν στο εξώστη και η πλατεία της Τζεμάα Ελ Φνα έμεινε ένας αντίλαλος μέσα στα ακραιφνή λόγια και τις πρώτες ιαχές με το παρατεταμένο χειροκρότημα να υφαίνει την έκδηλη αμηχανία της σιωπής που σώθηκε στο απόσταγμα των ελεύθερων ριζών. Στο διαυγή έλαιο του καρπού του Αργκάν που πωλήθηκε στο παζάρι μέσα στο δοχείο από φυσητό γυαλί που ράγισε. Ένα ντιρχάμ για αντίτιμο ήταν φαίνεται αρκετά καλά πληρωμένη αμοιβή για τον μικρό φτωχό Αμπντελάχ με το κάθε δοχείο και ένα βήμα μπροστά και άλλο ένα πίσω. Μια περατζάδα περαστική η ζωή του στο πηγαιμό και στο ερχομό του από την βαμμένη πλατεία με το κόκκινο μελάνι της.
◊ ◊ ◊
Ο Νικόλαος Κοντουδιός γεννήθηκε στην Ρόδο στις 24 Ιουνίου 1975. Aποφοίτησε από το Καζούλειο Λύκειο το 1993. Σπούδασε στην Αθήνα Οπτική Επικοινωνία και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα στον κυριακάτικο τύπο στο τμήμα σελιδοποίησης και σχεδίασης. Ακολούθως παρακολούθησε επιτυχώς τους ολοκληρωμένους κύκλους μαθημάτων MOOCS. «Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία από τον θαλή στον Αριστοτέλη» και «Αριστοτελική Ηθική» και «Πλάτων» στο Ιδρύμα Σταυρός Νιάρχος (Mathesis). Τα πιστοποιημένα προγράμματα στην «Ηθική Φιλοσοφία και Βιοηθική», «Ιστορίας της Φιλοσοφίας και Φιλοσοφία των επιστημών» και τον κύκλο βιωματικού σεμινάριου «Δημιουργικής Γραφής και Αυτογνωσίας» του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο αντίστοιχα σεμινάρια ακόμη δημιουργικής γραφής του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Δημοσίευσε το 2017 την πρώτη του ποιητική συλλογή «έξω χρόνος – Τime out» σε ηλεκτρονική μορφή στην διεθνή πλατφόρμα της ‘Joomag’. Έχει γράψει το διήγημα «Αναμμένα Μαγκάλια» το οποίο διακρίθηκε με το Α΄ βραβείο στον σχετικό διαγωνισμό και συμπεριλαμβάνεται στο ανθολόγιο διηγημάτων Ρόδος «Ιστορίες του τόπου μας» από τις εκδόσεις iwrite. Τα τελευταία τρία χρόνια είναι ενεργό μέλος της ομάδας της δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Διεθνούς Κέντρου Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Στο εργαστήριο του δημιουργεί ταυτόχρονα εικαστικές συνθέσεις γλυπτικής και χειροτεχνίας. Zει και εργάζεται μόνιμα στη Ρόδο.