Αλέξανδρος Αδαμόπουλος | Το ρουσφέτι

© Bernard Plossu

Εμείς τα πρωτάκια, το καλοκαίρι, στις γυμναστικές επιδείξεις, ήμασταν με την κυρία Άννα. Παρέλασε όμως μαζί μας και η Δευτέρα· γιατί η δασκάλα τους, η κυρία Ιωάννα, έλειπε κάποιες μέρες, και μετά ήρθε στο σχολείο φορώντας μαύρα. Τώρα όμως το Φθινόπωρο, που πήγαμε εμείς στη Δευτέρα, η κυρία Ιωάννα ήρθε κανονικά και ήταν ντυμένη γκρίζα, όχι κατάμαυρα· είχε και λίγο κοκκινάδι στα χείλη. Ήταν ωραία, νέα· πιο νέα απ’ τη μάνα μου. Μ’ άρεσε. Μικροκαμωμένη, πιο κοντή απ’ όλες τις δασκάλες· κι αυτό μ’ άρεσε. Με κοντά μαλλάκια και γελαστό πρόσωπο, μα δε γελούσε συχνά, μέσα στα γκρίζα. Μας έμαθε γρήγορα όλους και τα πηγαίναμε πολύ καλά. Και μια μέρα λίγο πριν τα Χριστούγεννα, λίγο πριν το τελευταίο διάλειμμα, μόλις άρχισε να χτυπά το κουδούνι κι όλη η τάξη τινάχτηκε στην πόρτα για να βγει έξω στην αυλή, πώς το ’φερ’ έτσι, και βρέθηκε δίπλα στο θρανίο μου, φράζοντάς μου τον δρόμο και βαστώντας ένα φάκελο: «Αυτό να το δώσεις στον πατέρα σου, σε παρακαλώ· είναι σοβαρό.». Την κοίταξα, μού αχνογέλασε λίγο, δεν είπε τίποτ’ άλλο. Έβαλα τον φάκελο στην τσάντα μου και χύθηκα κι εγώ στην αυλή μαζί με τους άλλους. «Τι σού έδωσε ρε;» «Τι σού είπε;» «Τι σε ήθελε;» «Μα τι σού είπε;» «Έλα ρε συ, πες μας τι σού ’δωσε!» 

Τίποτα εγώ· τάφος, τρίσταφος. Δεν παίζουνε μ’ αυτά τα πράγματα. Το ήξερα αυτό, πριν πάω στη Δευτέρα· ακόμα και πριν πάω σχολείο το ήξερα.

Το απόγεμα ο πατέρας εργαζόταν συνέχεια κλεισμένος μέσα στο γραφείο του και είχε πει να μην τον ενοχλήσουμε. Είχε κι ένα ραντεβού μετά. Κι όταν έφυγε κι εκείνο -μια  μαυροντυμένη γραία που δεν τη συμπαθούσα διόλου, γιατί όποτε μ’ έβλεπε μού τσιμπούσε το μάγουλο και χαχάνιζε αντιπαθητικά σα γαλοπούλα- βρήκα την ευκαιρία και τρύπωσα στο γραφείο κρατώντας τον φάκελο στο δεξί. 

Ο άλλος -ένα με το ακουστικό- όρθιος, μιλούσε ανήσυχα στο τηλέφωνο και με κοιτούσε αφηρημένα που στάθηκα μισό βήμα μπροστά του. Κάτι πολύ σοβαρό θα λέγανε· σαν και τότε που κρεμούσανε οι Άγγλοι, φοιτητές, στην Κύπρο. Στεκόμουν σιωπηλός κουνώντας αργά τον φάκελο μπροστά στη μούρη μου· σα να ’ταν η λευκή βεντάλια που άνοιγε κι έκανε αέρα όταν φουρκιζόταν η γιαγιά, και δεν είχε τι άλλο να πει. Τον φάκελο· για να τού δείξω πως εκεί είναι το ζουμί, αυτό είναι το θέμα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε άδειος, στεγνός, αλλού, κλείνοντας το τηλέφωνο. Κι εγώ κάνοντας μια πιρουέτα, για να τραβήξω κάπως την προσοχή του, βαστώντας τον φάκελο σα να ’ταν ένα σπαθί, τον κάρφωσα δήθεν στην κοιλιά. «Έλα τώρα, λέγε!» 

Πολύ επίσημα εγώ τότε, με αργές κινήσεις· σαν μάγος, που βγάζει κρυφά μέσ’ απ’ τη μπέρτα του, ένα παράξενο πολύ μακρύ μεταξωτό πανί που τελειωμό δεν έχει· σαν ταχυδακτυλουργός που μέσ’ απ’ το καπέλο του τραβάει απ’ τ’ αυτιά έν’ άσπρο κουνέλι ζωντανό, τραγουδώντας, αλαλάζοντας και παιανίζοντας ανάλογα, φυσώντας μουγκρίζοντας και ξεφυσώντας και πασκίζοντας να μιμηθώ με χείλια και με δόντια, με τη γλώσσα μου και μ’ όλο μου το σώμα, μια μπάντα ολόκληρη -γκα γκαν, γκα γκαν!- τεντώνοντας κι ανοίγοντας θεατρικά όσο μπορούσα πιο πολύ, πίσω τα πόδια και μπροστά το χέρι το δεξί, τού έδωσα επιτέλους οριστικά τον φάκελο, σκύβοντας το κεφάλι, κοιτώντας χάμω δήθεν ταπεινά, σα δούλος στον αφέντη του. «Τι είναι αυτό;»

«Ένα ρουσφέτι!» 

Κι έσκασα στα γέλια. Μα κάτι γέλια που λίγο ακόμα και θ’ άρχιζε κι εκείνος να γελά μαζί μου· έτοιμος ήταν. Έτσι νόμισα κι άρχισα να πιθηκίζω πάλι, χυδαία: «Η κυρία Ιωάννα μού το ’δωσε το πρωί και είπε να σού το δώσω εσένα, γιατ’ είναι λέει σοβαρό.» «Τι είναι;» «Ε, για κάνα ρουσφέτι θα ’ναι· τι θες να ’ναι;»

Κι εκεί άξαφνα έχασα τον κόσμον όλο. Τα είδα όλ’ ανάποδα και μού ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα μπρούμυτα στο πάτωμα. Ούτε κατάλαβα πώς. Ποτέ κανείς ως τότε δεν με είχε αγγίξει βίαια. Κανένας. Ούτε γι’ αστείο. Ξύλο, σφαλιάρες, τιμωρίες, απειλές· όλ’ αυτά μου ήσαν άγνωστα εντελώς. Και όμως βρέθηκα -δεν ξέρω πώς, δεν το κατάλαβα- χάμω στο πάτωμα, με τη μύτη μέσα στο χαλί. Λίγο πιο πέρα με κοιτούσανε οι μύτες των παπουτσιών του κι από πάνω μου τον άκουγα να μού φωνάζει θυμωμένος: «Γελοίε! Ποιός θαρρείς πως είσαι; Τι ξέρεις εσύ και μιλάς έτσι; Πώς τολμάς να κοροϊδεύεις τη δασκάλα σου;»

Μα… κάτι πήγα να ψελλίσω. «Φύγε!»… Μα… «Χάσου απ’ τα μάτια μου· ανόητε!» Κι έφυγα μπουσουλώντας, σα βρεγμένη γάτα, για να πάω να κρυφτώ στην κάμαρή μου και να ξανανιώσω ανάσα μου, αγκαλιά με το μαξιλάρι.

Βρε το ρουσφέτι… Πάσκιζα να ξετυλίξω το κουβάρι και να καταλάβω τι έγινε. Πώς. Πού ακριβώς την έφαγα εκείνη τη βαριά σφαλιάρα που μ’ έριξε χάμω σαν ασκί. Δύσκολο. Ευτυχώς που δεν ήταν κανείς άλλος να δει, και κανείς δεν κατάλαβε τίποτε, τη στιγμήν εκείνη. Ούτε η μάνα, ούτε η γιαγιά, ούτε η θεία Κατίνα. Αλλά και πάλι· με τέτοιες φωνές, δε μπορεί·  κάτι θα ’χαν καταλάβει. Σίγουρα θα τον είχαν ακούσει και οι γείτονες ακόμη, απ’ την απέναντι μεριά τού δρόμου· δε θα τον άκουσε η θεία Κατίνα που σιγόβραζε την αγριάδα της, στην κουζίνα δίπλα; Κανείς όμως δεν είπε τίποτα. Πάλι καλά. Δεν συνέβη κάτι. Ευτυχώς που η Μαρία είχε ρεπό κι είχε πάει βόλτα, έξω· με τον φαντάρο της. Κανείς δεν με είδε. Δεν μού είπε κάτι κανένας. Δεν έγινε κάτι άλλο, διαφορετικό, όλο το απόγεμα, ως το βράδυ. Και το βράδυ που κάτσαμε όλοι μαζί να φάμε, πάλι δεν έγινε κάτι· κάτι άλλο: Όσο κι αν καθόμουν συνεχώς σ’ αναμμένα κάρβουνα κι είχα στήσει καρτέρι, πασκίζοντας να ψαρέψω τη ματιά του. Μια ματιά του λίγο αλλιώς· μια ματιά του δική μου, δική μας ματιά. Τίποτα όμως. Στο τέλος είδα κι απόειδα· και τον ρώτησα εγώ: «Τι να πω στην κυρία Ιωάννα;» «Δεν έχεις να τής πεις τίποτα, μού απάντησε ήρεμα, δεν είναι δική σου δουλειά.» «Καλά»… «Και δε μου λες; Τη λέξη αυτή πού την άκουσες;» «Ποια λέξη;» «Ξέρεις πολύ καλά.» «Α! Όλος ο κόσμος τη λέει. Και στην τάξη· όλοι για ρουσφέτι μιλούσαν…» «Μάλιστα… Εγώ όμως δεν θέλω να την ξανακούσω εδώ μέσα. Και ποτέ από σένα. Εντάξει;»  

Βρε το ρουσφέτι… Κοίτα να δεις, εκείνος ο φάκελος· πολύ μού κόστισε. Και η κυρία Ιωάννα ίδια πάντα: Σφιχτά γελαστή μες στα γκρίζα της· που έγιναν λίγο πιο φωτεινά όταν άρχισε ν’ ανοίγει σιγά-σιγά ο καιρός. Μόνο που δεν κοιταζόμασταν. Δεν κοιταχτήκαμε ποτέ. Μετά, πήγα στην Τρίτη· αλλάξαμε δασκάλα και δε μ’ ένοιαζε πια. Μετά, στο τέλος της Τρίτης, πέθανε ο πατέρας. Ήρθαν όλοι οι δάσκαλοι, ήρθε και η κυρία Ιωάννα· κοιταχτήκαμε τότε, και συλλυπητήρια μού είπε μόνο, όπως όλοι, τίποτ’ άλλο. Μετά, άρχισα να φυτρώνω. Και δεν έμαθα, ποτέ μου, απολύτως τίποτε για το ρουσφέτι: Τι ήταν, αν ήταν, τι έγινε, αν έγινε, γιατί, πώς, πότε, αν όχι, γιατί όχι.

 

Αθήνα 29 Ιουλίου 2019
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
alexadam48@hotmail.com


Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (1953), υπήρξε Ιδρυτής και Διευθύνων Σύμβουλος τής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’  Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων ως Γεν. Γραμ. και ως Πρόεδρος τού σωματείου των ‘Φίλων’. Διετέλεσε μέλος και Γεν. Γραμ. τού δ.σ τού Εθνικού Θεάτρου (1992-’94).
ΈΡΓΑ ΤΟΥ:  ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991, 2η έκδοση· Άγρα 2009). Γαλλική, Γερμανική, Τουρκική, Ινδική έκδοση.Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999). Γερμανική έκδοση. Ή ‘Άννα’, Γαλλική μετάφραση: Μαργαρίτα Καραπάνου. ‘Οι καινούργιοι Άγιοι’, Τουρκική έκδοση: (‘Yeni Azizler’) ‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο – ποίηση  (Εστία 12η έκδοση. Έως τώρα 84 διαφορετικές θεατρικές παραγωγές). Εθνικό Θέατρο 2015-2016. Αγγλική έκδοση: (‘The Spiceman’). Τουρκική: (‘Irmikoğlan’). Κρατικό Θέατρο Τουρκίας, Şehir Tiyatro: Istanbul, 5/2012. ‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001). ‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα, Ε.Λ.Σ. Αθήνα, 4/2001. ‘The mask in the Classical Hellenic Theatre, (Συλλογική έκδοση, Aryan books international, N. Delhi 2000.)  ‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008) Αγγλική μετάφραση. ‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο – ποίηση  (Ίκαρος 2011). Αγγλική έκδοση: ‘Noyessaying’ ISBN 978-93-5016-7, 2013. Τουρκική: ‘Hayirevet diyerek’ (Bencekitap, Ankara 2015) ‘Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (στο ‘Για μια επέτειο’ εκδ. Ίκαρος 2013, και ηλεκτρονικά 2018)  ‘Το σεντούκι του παππού μου’, μικρό πολιτικό δοκίμιο (Stahtes κ.α. 17/11/2014)  ‘Πολυβίου ιστορία ετών 2150’, ερανισμός απόδοση, Αρχαίων επικαίρων (Dimoi news 7/8/2015) ‘Von Athen lernen, oder Athen etwas aufdrängen?’ σχόλιο για Documenta 14, δίγλωσσο. (Diablog 8/7/2017) ‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η εκδ. Κάκτος, 2017) ‘Η Φραγκούλα’ διήγημα (Bookpress, βιβλίοnet, Μονόκλ, Cantus firmus, Τimes.news, κ.α, 9/2018) ‘Ο Μ. Χατζιδάκις και ο Γ. Χρήστου’, βιογραφική συμβολή (Bookpress, Fractalart,ΤaR, βιβλίοnet, κ.α,10/2018) ‘Για την Εταιρεία Φίλων μουσικής Γιάννη Χρήστου’ συνέντευξη (TaR, Bookpress, Μονόκλ κ.α. 12/2018) ‘Δώδεκα και ένα ψέματα πάλι’ θεατρικό. Αγγλική μετάφραση: ‘Twelve and on lies again’ 2019 ‘Το 1984, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, και το σεντούκι του παππού μου’ (Times.news 27/1/2019) ‘Επενδύσεις…’ διήγημα (‘Με ανοιχτά βιβλία’ 25/2/2019, Times,news 26/2, Μονόκλ 28/2, Fractal 5/3 κ.α). ‘Πέπη κουμπώσου!’ διήγημα (Timesnews 4/4/2019, Fractal, Μονοκλ, Bookpress, Diasporic, Ologramma.) ‘Ο επιτάφιος και ο επί πόλεως θρήνος’, πολιτική ανάλυση (Metrogreece 8/4/2015, Times.news 15/4/2019 κ.α ) ‘Οι καινούργιοι άγιοι’ διήγημα (Fractal, Μονόκλ, Ologramma, Times.news κ.α. 5/2019) ‘Pagotό’ διήγημα (Times.news 27/5, Ologramma, κ.ά. 29/5/2019) ‘ΟΓΑ’ διήγημα (Times.news 12/6, Diasporic 14/6, Stahtes 17/6 κ.α.) ‘Οι δυο Μαργαρίτες’ (Μ. Λυμπεράκη, Μ. Καραπάνου) ολιγόλογη ακτινογραφία (ΤΑ ΝΕΑ 6/7/2019)

alexadam48@hotmail.com