Στον Άγγελο Τόμπρα, κάποτε ίσως Ιρλανδό.
Ο Τρελός Λαγός, του Μ. Σαχτούρη
Κάποτε γνώρισα μερικά παιδιά που ‘χαν συνήθειο να μεταμορφώνονται σε σπασμένους θρόνους. Θες το κουβάρι του καιρού που μεγαλώνει τις αποστάσεις, θες οι τροπές του ποιητή, εκείνα τα παιδιά χάθηκαν. Σκόρπισαν εδώ και εκεί, τα καλύτερα παιδιά αυτού του κόσμου τινάχτηκαν με ρεύμα εκεί έξω.
Λοιπόν, μπορεί να πει κανείς πως έκτοτε άθελά μας όλοι ασκούμαστε στο ίδιο πεδίο βολής. Εύκολοι στόχοι, τρελοί λαγοί, Νεφέλη, Μαργαρίτα, Νίκος, Αριάδνη με τον κομμένο σύριζα μίτο σου, ωραία Αριάδνη που στάθηκες όρθια ως το τέλος, ώσπου να τον αντικρίσεις εσύ η ίδια να βγαίνει απ΄τα σκοτάδια και από τα σύρματα, κρατώντας μια παιδική αιωνιότητα στα μάτια. Πόσο λάθος έκανες.
Είναι οι τρελοί λαγοί εκείνα τα παιδιά, κανένας έκπτωτος θεός κύριε Μίλτο. Κατοικούν στα περβάζια του ποιήματος, μεθούν με το καλοκαίρι, με τις ολόφωτες νύχτες. Τολμώ μια αυθαιρεσία και είναι γνωστό, πως έχει στοιχίσει τόσες φορές να πλαταίνεις το νόημα ενός ποιήματος. Όμως αν δεν τολμήσεις να διαβάσεις ξανά μ» ανοιχτή καρδιά, όχι για τα σχόλια και τα πεπραγμένα, μα για να κοιτάξεις αν φέγγουν όλοι οι καιροί, τότε κύριε Μίλτο, για ποιον γράψατε, για ποιον ματώσατε.
Οι φίλοι μου που λέτε, τα παιδιά εκείνα, χτυπούν το πεθαμένο τύμπανο και παρελαύνουν δίχως σειρά και παρατάξεις χιλιάδες πόδια κάτω απ’ τα σκληρά έρκερ. Κάθε τόσο εκείνοι οι στόχοι, – θυμάσαι;-, τρέχουν μες στο αχανές πεδίο της βολής, πάνω τους, γύρω τους, μέσα τους χτυπούν μυδραλιοβόλα, ναι, μυδραλιοβόλα, γιατί τον καιρό της ποίησης η Σάρα σκοτώνει τα αγγλικά παιδιά της, δείχνοντας με το δάχτυλο ποιος είναι ο φταίχτης. Και η νύχτα ανάβει, γιατί τίποτε δεν παραμένει ακατόρθωτο και ευτυχισμένο σε τρεις στροφές αγωνίας, ούτε ο τρελός λαγός και οι καλοί, παντοτινοί μου φίλοι, που απόψε κερδίζουν τον θάνατο με την αξία τους. Στα ποιήματα δεν υπάρχουν πολύωρες αγρύπνιες, μονάχα ξέφρενα παιδιά που δοκιμάζουν τις δεκαετίες με απαράμιλλα φορτία, τρελοί λαγοί της πόλης και της ζωής μας. Ο θάνατος τους βρίσκει μες στο στόμα, σαν προσευχή σιωπηλή πιστών Ιησουιτών. Ο θάνατος είναι το μικρό, μαύρο έντομο, η μαύρη, απέθαντη πεταλούδια του μοναστηριού του Πόρου χρόνια μετά μες σε μια κατάμεστη από σκιές και κινδύνους ζωή.
Ο ρυθμός, ναι ο ρυθμός είναι που φτιάχνει τ’ άστρα. Ετούτη η δοξασία που προείπαν αρχαίοι δάσκαλοι, λουφαγμένοι σήμερα σαν παράξενα νερά, οι ποιητές, ναι, έτσι λέγονται αυτοί οι ιεροφάντες, γεννήθηκε και πέθανε εντός τους. Ρωτάω τι σώθηκε και τότε έρχονται οι στίχοι, παλίμψηστα της έναστρης αγωνίας και λύνουν το μυστήριο, αφού το άθροισμα του κόσμου μπορεί .να ειπωθεί με την δειλή, μικρή αγωνία που διατρέχει σαν φλέβα την ζωή μας. Οι φίλοι μου δεν πίστεψαν ποτέ στον θεό της αγάπης, οι φίλοι μου ύψωσαν με τα χέρια τους έναν θεό της αγωνίας που αντέχει μες στην σφαγή. Επειδή ο κόσμος ανέκαθεν, ο κόσμος φίλοι μου δεν είναι από σύνεση καμωμένος, αλλά από καθαρό, ατόφιο φόβο. Και οι φίλοι μου ή εκείνα τα παιδιά, όπως έμεινε να λέγεται, βρίσκουν μια ευκαιρία και ζουν σε αυτό το ποίημα που με αφορμή τις επετηρίδες της απώλειας έρχεται στο φως.
Ξαναείδα εκείνα τα παιδιά στα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, σε στίχους περίπλοκους και θερμούς που στολίζουν τα τραγούδια, τα είδα στην ίδια θλίψη που χαρακώνει τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τον Αλέξη Τραϊανό, πάντα την Κατερίνα και πάντα τον Παύλο και όσους χρωμάτισαν την αγωνία του κόσμου μας και δεν έκρυψαν την λύπη, την χαμένη τους ελπίδα.
Το ποίημα κύριε Μίλτο πρέπει να μπορεί να ζήσει παντού, σαν άνθρωπος. Πρέπει και μπορεί να βαδίζει ως την στάση του λεωφορείου, χειμώνες και χειμώνες ολόκληρους στους δρόμους της Σταυρούπολης, του Ντεπώ, της πλατείας θεάτρου, Ιουλιανού, χιλιάδες τρελοί λαγοί με ασπρισμένα στόματα, Αχαρνών ανάμεσα στα παζάρια και τα φρούτα και τα παιδιά που επέζησαν κατά τύχη. Κύριε Μίλτο, πρέπει το ποίημα να με αφορά ως τον βαθμό που να σημαίνει μια σταγόνα από το πεθαμένο μου αίμα. Πρέπει να με πονά, να σαλεύει τα φύλλα των δέντρων κάτω στους δρόμους, πρέπει να υπενθυμίζει τόσα και τόσα γυάλινα θαύματα που απόψε πεθαίνουν στα πόδια της Λευκής, πρέπει να ξυπνούν τους τροπικούς στο δέρμα μου.
Ο Ντέρεκ Γουόλκοτ είχε πάντα δίκιο, αυτός ο παράξενος τύπος, όταν ισχυριζόταν πως η ποίηση ευλογεί τον αναγνώστη και όχι τον ποιητή. Μονάχα που στην περίπτωσή σας κύριε Μϊλτο και για την χάρη των χαμένων φίλων μου πρέπει να καταργήσω μια λέξη. Πάει να πει πως ένα ποίημα μπορεί να ματώσει έναν αναγνώστη, όσο και τον ποιητή που περνά μέσα από τις πρώτες γραμμές των συρράξεων, δοσμένος στην αιώνια ενέργεια, την σκληρή αγωνία.
Είναι πολύ προσωπικό το ποίημα σας κύριε Μίλτο: Μπορεί κανείς να μιλήσει για αυτό, έτσι δεν είναι κύριε Μϊλτο; Σε κάθε βόλτα το μυαλό μου χάνεται πίσω από τα σύρματα, κυνηγημένοι οι καιροί, πώς να γλίτωνα, πώς. Δεν πειράζει αν είστε λυπημένος κύριε Μίλτο και αν η μοναξιά σας ήταν πιο εκκωφαντική από όλους τους ήχους της πόλης, εγώ σας ευχαριστώ απόψε. Επειδή απόψε θυμήθηκα γιατί αγαπούσα τους φίλους μου και επειδή η μοίρα που ζωγράφισες από τα υψίπεδα της πολύβοης Κυψέλης είναι η ίδια κοινή μας πορεία στην αγωνία, τον έρωτα, τον θάνατο. Φαίνεται πως οι φίλοι μου κύριε Μίλτο, πως οι στίχοι σας, που θα μπορούσαν να σημαίνουν το ίδιο, απαράλλαχτο πράγμα κάθε στιγμή, αγαπούν να αναμετρώνται με τον θάνατο. Το ποίημα, εκείνος ο τρελός λαγός μεταμορφώνεται, κύριε Μίλτο, απόψε στην μνηστή της Κορίνθου, στο σώμα που δανείζεται μια δεύτερη ευκαιρία απ’ τον θάνατο. Χιλιάδες ευκαιρίες, κύριε Μίλτο και αυτό συνιστά το μυστήριο που γίνεται, κύριε Μίλτο, θαύμα και μορφή μες στην σκληρή πόλη που υπήρξαμε.
Αυτό σημαίνουν απόψε οι φίλοι μου, οι στίχοι σου.
Απόστολος Θηβαίος