Η ανατολή του Αυγούστου σε βρίσκει πάντα γυμνή πάνω στα υγρά σεντόνια ενός φτηνού μοτέλ ή ενοικιαζόμενου, μ’ εμένα στο πλάι να καπνίζω. Πιάνω μετά το τασάκι και ζυγίζω το βάρος της στάχτης χαζεύοντας τ’ αποτσίγαρα. Τα δικά σου τ’ αναγνωρίζω από το κοκκινάδι της γόπας, τα δικά μου απ’ τα σημάδια που τους αφήνουν τα δόντια μου. Κάπου-κάπου κάτι πυρρό λάμπει στην άκρη σα μισοπεθαμένο ή κάτι αχνίζει σαν ψυχή που φεύγει. Κι ύστερα τ’ αφήνω στο πάτωμα. Η ανατολή σε χαιρετά μέσα από σπασμένες γρίλιες ή λερές κουρτίνες, οι αχτίδες της είναι δάχτυλα που ζωγραφίζουν τον καπνό δίνοντάς του υπόσταση κι ύστερα χαϊδεύουν τον αφηρημένο πίνακα που άφησε το χθεσινό μεϊκάπ στο πρόσωπό σου. Η ανατολή σε χαιρετά με ήχους από πετεινάρια ή σκουπιδιάρες και τριξίματα από το διπλανό δωμάτιο, κάποιες φορές και με βογκητά ή γέλια που φτάνουν σ’ εμάς υπόκωφα, σχεδόν σβησμένα. Τη χαιρετάς κι εσύ με μάτια σφαλιστά και με βαριά ανάσα ψελλίζοντας το όνομα κάποιου ξένου. Όσο για μένα, ξέρω καλά πως δεν αρκούν οι αχτίδες, οι πετεινοί κι οι σκουπιδιάρες για ν’ ανατείλω. Είμαι στη σκοτεινή πλευρά κι ο ήλιος φωτίζει πάντα τα διπλανά δωμάτια, τα γέλια, τα βογκητά τους· εκτός αν πιστεύουν κι εκεί για μας το ίδιο.
◊ ◊ ◊
Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Από το 2006 ζει στη Ρόδο όπου εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Είναι μέλος της ομάδας δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ.