ορκιστείτε πίστη
στην πατρίδα
απλώστε το χέρι σας
ο θείος Σαμ
σας αγαπά
ο θείος Σαμ
σας λέει
με νόημα,
“είναι μονάχα χρόνια”
Executioner
από τις σωσμένες ιστορίες
του μεγάλου
αμερικάνικου εγχειριδίου
Η σκηνή διαθέτει μερικούς καθρέφτες και αρχαιοπρεπές στυλ. Για την ακρίβεια μιλάμε για ατμόσφαιρα παριζιάνικου μπορντέλου. Όμως ο Τζέρεμι γνωρίζει πως πρέπει να κάνει υπομονή, πως πρέπει να αποδεχτεί αυτούς τους τρομερούς εξευτελισμούς, τις αποδοκιμασίες, το λιγοστό, μεθυσμένο κοινό που πνίγει την νύχτα του στα οχτώ δάχτυλα του ποτηριού. Το νέον φως ενός πιν – απ κοριτσιού με αδιαμφισβήτητα θέλγητρα και πολύ σκοτεινά μάτια.
Το νούμερό του περιλαμβάνει μερικά βήματα, αργά στην αρχή με σκυμένο το κεφάλι. Φορά αντιπροσωπευτική, αμερικάνικη φορεσιά και έτσι όμορφος όπως είναι, μπορεί κανείς να πει πως ετούτο το μέρος κρατιέται από την μικρή ελπίδα με το όνομα Τζέρεμι. Γιατί διαφορετικά εδώ μπορεί κανείς να χάσει τα λογικά του από την πείνα και τις κακουχίες. Όταν χειμωνιάζει τα πράγματα δυσκολεύουν, σημαίνει οι εταιρείες φύλαξης κλείνουν τις εισόδους με γεροδεμένα παλικάρια και έτσι πρέπει να ανακαλύψεις μια απάνεμη γωνιά για να πιάσει η φωτιά και έπειτα να αποκοιμηθείς ειρηνικά δίχως φόβο από τους συμμορίτες που γυρεύουν προστασία μες στην πολλή νύχτα, φροντίζοντας να συμβουλεύουν σωστά μερικά καλά παιδιά από την Ορλεάνη που φυσάνε το παραδάκι, ω ναι, διαθέτουν αρκετά για να αγοράσουν αυτό το καρφιτσωμένο μέρος που ζει στην ράχη του βουνού. Οι θαμώνες βρίζουν και ασχημονούν.
Κατέβα κάτω, τα λεφτά μας, ε κύριοι της εταιρείας θεαμάτων νομίζετε πως είμαστε αφελείς, επειδή δουλεύουμε σαν εργάτες, είκοσι δολάρια την μέρα είναι καλό μεροκάματο, αν είσαι ξένος εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα, οι Πορτορικάνοι καταλήγουν στις φυλακές, τα αδέρφια από τον νότο επιστρέφουν στο ποτάμι και την τραγική τους ζωή, εδώ ξέρεις δεν έχει δουλειά για σένα, δίνε του, η σειρήνα της βάρδιας σφραγίζει τις μέρες.
Ο φίλος μας θυμάμαι πως συγκινήθηκε χρόνια μετά από αυτήν την περιπέτεια όταν είδε μια φωτογραφία του στο ίδρυμα Σαντρέτο ρε Ρεμπαουντέγκο, διά χειρός Μάθιου Μπάρνει. Όλοι αντιλήφθηκαν πως ήταν εκείνος, εκείνος, εκείνος. Πως ο χορευτής που κοιτάζει κάτω χαμηλά στην πίστα ήταν πάντα ο αξεπέραστος Τζέρεμι, παιδί μεταναστών με τρομερές εμπειρίες, η παιδική του ηλικία στους επικίνδυνους δρόμους και άλλες χιλιάδες θρυλικές εποχές. Όμως έτσι είναι για τόσα και τόσα παιδιά και ο Τζέρεμι δεν αποτελούσε ποτέ εξαίρεση. Η μάνα του έφυγε νωρίς και δίχως πατέρα ο νεαρός μετέτρεψε την ζωή του σε συντρίμια, φόρεσε όλα τα πρόσωπα κάποιου που τραβά ίσια στον θάνατο, ζήτησε απεγνωσμένα μια αγρύπνια, ερωτεύτηκε και έχασε και έτσι έμαθε πως η ανθρώπινη πίκρα φαντάζει παλιότερη από τις γραφές ακόμη.
Λίγο ακόμη και θα τον σκοτώσουν. Κάποιος με το στιλέτο του να διαγράφεται κάτω από το πουκάμισο του γνεψε να φύγει από την σκηνή. Τότε ήταν που η ψεύτικη Μέριλιν βγήκε από τα παρασκήνια με τα μισάνοιχτα χείλη και το βαρβιτουρικό χαμόγελο τάχα για να σωθεί κάτι απ΄τις εισπράξεις. Μερικές κυρίες χειροκρότησαν, δουλεύουν στον τοπικό, ραδιοφωνικό σταθμό και συνηθίζουν να συναντιούνται εδώ τις Κυριακές. Εκείνη σήμαινε μια νεφέλη, έναν ίσκιο και τίποτε.Οι ζωές τους, θε μου, μοιάζουν με εκείνα τα μπαλκόνια που είναι ετοιμόρροπα και που σε μια μοναχά στιγμή μπορούν να σωριαστούν στον δρόμο. Μερικά πικρά όνειρα που χάθηκαν για πάντα, τίποτε άλλο δεν υπάρχει για την περίσταση. Μιλώ για τις κυρίες με τις θερμές ανταποκρίσεις.
Στον τηλεφωνικό θάλαμο ζήτησε να μιλήσει κατά προτεραιότητα. Τον είδαν ανήσυχο και επειδή κανείς δεν ήθελε φασαρίες έκαναν χώρο αφήνοντάς του τούτη την μικρή χαρά. Όταν τέλειωσε είχε πια γεράσει για τα καλά, δεν μπορούσε να χορέψει πια, ήταν σαν νεκρός και η Ορλεάνη πνιγμένη στραφτάλιζε στα νερά, ω ναι, στα νερά. Η λέξη που είχε φανταστεί πως θα σήμαινε για εκείνον ευτυχία είχε πια χαθεί δίχως επιστροφή. Τίποτε δεν είπε, τα πράγματα καμιά φορά δεν έρχονται όπως τα θες, τα χρόνια περνούν καταιγιστικά, καταλαβαίνεις μωρό μου τι σου λέω; Για μια στιγμή μόνο φαντάστηκε πως κανείς πρέπει να μάθει να ζει πάνω σε αυτές τις ραγισμένες αυλές. Με ακούτε, ο Τζέρεμι είμαι, πώς είναι εκεί τα πράγματα, σκέφτομαι να γυρίσω. Νομίζω πως αντέχω όλο και λιγότερο, με ακούτε εκεί, το ξέρω, διακρίνω την αναπνοή σας, μοιάζει να κάνετε έρωτα, τα καλύτερα κορίτσια τα΄χεις στο δωμάτιό σου με είκοσι δολάρια, αν μπορείς να αντέξεις την δυστυχία στα πρόσωπά τους, κύριε συμβουλευτείτε την διαφήμιση που δεσπόζει στα προάστια, τι σπουδαία εποχή, τι θρυλικά μηνύματα, τι άσκοπες προειδοποιήσεις κύριε.
Μια φορά και έναν καιρό αγαπούσε με πάθος τρεις σημαίες. Όλη του η ψυχή άστραφτε μες στις αστρικές πολιτείες αυτού του πελώριου κόσμου. Στον θάλαμο οι Πορτορικανοί μαθαίνουν πως οι γυναίκες τους γέννησαν κάτω απ΄τον ήλιο της ερήμου, πως η μητέρα χάθηκε, πως φθάνουν από μέρα σε μέρα και άλλοι συγγενείς, πως πρέπει κανείς να χτίζει την ζωή του μ΄όσα υλικά του προσφέρονται. Ο Τζέρεμι θυμάται τον θάλαμο και κλαίει.Οι σημαίες του ανεμίζουν τώρα κουρέλια κάτω απ΄τον καιρό. Δεν θυμάται πολλά για εκείνη την βραδιά, όμως έχει κατορθώσει να συγκρατήσει πόσο όμορφα φωτίζεται η πόλη αν το θελήσει. Τον καθοδηγεί ένα παιδί, κάθε νύχτα στον θάλαμο, μ΄όλους τους καιρούς. Βαδίζουν ίσια στην εξασθένηση, ο θάνατος στα χέρια ενός παιδιού δεν είναι ερήμωση Τζέρεμι. Θυμάται τον χορό του, το πρώτο χειροκρότημα, την τελευταία βροχή, τον πρώτο άγγελο, θυμάται που μιλούσαν για τον φόνο σ΄όλη την πόλη, υψώνοντας τ΄ανάθεμα κατά του φονιά.
Κάπως έτσι έσβησαν για πάντα τα όνειρα του Τζέρεμι με καταγωγή από τις εκατόν εικοσι τρεις λεωφόρους που έζησε μια ζωή σπασμένη, ξέρετε τι εννοώ κύριε. Την ιστορία του σκεπάζει πια η αξεδιάλυτη σκόνη. Ίσως κάνω λάθος που τα θυμάμαι όλα ετούτα. Καληνύχτα σας, κύριε.
Απόστολος Θηβαίος